Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γεν-εά

  • 1 дитя

    γεν. κ. δοτ. дидяти, οργν. дитятею, προθτ. о дидяти, ουδ., πλθ. дети (βλ. дети) στίς πλάγιες πτώσεις του ενκ. σπάνια χρησιμοποιείται.
    1. παλ. παιδάκι, μωρό, μπεμπές. || άπειρος, αφελής, παιδάκι.
    2. τέκνο.
    εκφρ.
    дитя природы – φυσιολάτρης, άσχετος με τον πολιτισμό της πόλης.

    Большой русско-греческий словарь > дитя

  • 2 дочь

    γεν. κ. δοτ. дочери, οργν. дочерью, πλθ. дочери, дочерей, дочерям, дочерьми, о дочерях θ. θυγατέρα, κόρη•

    единственная μοναχοκόρη.

    εκφρ.
    дочь евы – θυγατέρα της Εύας (γυναίκα πολύ περίεργη).

    Большой русско-греческий словарь > дочь

  • 3 иван-да-марья

    γεν. иван-да-марьи θ.
    1. μελάμπυρο (ζιζάνιο των δημητριακών).
    2. βιολέτα η τρίχρωμη.

    Большой русско-греческий словарь > иван-да-марья

  • 4 иван-чай

    γεν. иван-чая α.
    βλ. кипрей.

    Большой русско-греческий словарь > иван-чай

  • 5 игла-рыба

    γεν. иглы-рыбы θ. βελόνα, ζαργάνα, ραφίδα.

    Большой русско-греческий словарь > игла-рыба

  • 6 изба-читальня

    γεν. избы-читальни θ. λέσχη-αναγνωστήριο, στο χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > изба-читальня

  • 7 мать

    γεν. матери, αιτ. мать, οργ. матерью, προθτ. о матери, πλθ. матери
    θ.
    1. μητέρα, μάνα, μαμά.
    2. (επίκληση σε γυναίκα)•

    мать моя! μάνα μου!

    3. πρεσβυτέρα, παπαδιά• ιερωμένη.
    εκφρ.
    в чем (как) мать родила – όπως τον γέννησε η μάνα (γυμνός).

    Большой русско-греческий словарь > мать

  • 8 пря

    γεν. при θ. παλ. συζήτηση, λογομαχία.

    Большой русско-греческий словарь > пря

  • 9 столько

    γεν. πλθ. стольких αντων. τόσος•

    сколько получил, столько и отдал όσα πήρα, τόσα έδοσα•

    уж столько раз напоминали ему τόσες φορές πια του υπενθύμησαν•

    среди стольких знакомых ни одного друга ανάμεσα σε τόσους γνωστούς, δεν έχω ούτε ένα φίλο.

    επίρ. он не столько силен, сколько ловок αυτός δεν είναι τόσο δυνατός, όσο επιδέξιος.

    Большой русско-греческий словарь > столько

  • 10 январский

    январский
    прил γεν(ν)αριάτικος, τοῦ Γεν(ν)άρη, τοῦ 'ἱανουαρίου.

    Русско-новогреческий словарь > январский

  • 11 год

    -а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.
    1. χρόνος, χρονιά, έτος•

    новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•

    астрономический год αστρικό έτος•

    текущий год το τρέχον έτος•

    солнечный -ηλιακό έτος•

    хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•

    учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•

    урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•

    круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•

    из -а в год από χρόνο σε χρόνο•

    в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•

    в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•

    который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•

    ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•

    через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•

    с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•

    без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•

    год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•

    на год σ’ ένα χρόνο•

    за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•

    с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.

    2. πλθ. -ы δεκαετία•

    шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•

    люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.

    3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•

    детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•

    -ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•

    старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.

    εκφρ.
    он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•
    не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•
    год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί).

    Большой русско-греческий словарь > год

  • 12 ладья

    1. -и, γεν. πλθ. -ёй θ. παλ. άκατος, μεγάλη βάρκα.
    2. -и, γεν. πλθ. -ёй θ. (σκάκι) πύργος.

    Большой русско-греческий словарь > ладья

  • 13 полость

    -и, γεν. πλθ.θ. κοιλότητα• κοίλωμα•

    полость рта, носа η κοιλότητα του στόματος, της μύτης•

    полость в стебле камыша η κοιλότητα στο στέλεχος του καλαμιού.

    κ. παλ. полсть
    -и, γεν. πλθ.θ. κάλυμμα ποδιών. || στρώμα ή σκέπασμα.

    Большой русско-греческий словарь > полость

  • 14 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 15 сажень

    γεν. πλθ. -ей κ. сажень, -и, η γεν. πλθ. -й, к. сажен θ.
    1. η σάζενα (παλαιό ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με 2,134 μ.)•
    2. επιφάνεια μιας σάζενας•

    сажень земли μια σάζενα γης.

    3. μέτρο μήκους μιας σάζενας.

    Большой русско-греческий словарь > сажень

  • 16 стойка

    -и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам θ.
    1. στάση προσοχής.
    2. στήριξη, στήσιμο•

    -на руках στήριξη με τα χέρια στο έδαφος(κ. τα πόδια άνω).

    3. στάση, σταμάτημα (των σκύλων κοντά στο θήραμα).
    εκφρ.
    стойка смирноβλ. 1 σημ.
    -и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам, θ.
    1. ορθοστάτης.
    2. τραπέζι στενόμακρο. || το τραπέζι (μπάγκος) μαγαζιού.
    3. γιακάς όρθιος.

    Большой русско-греческий словарь > стойка

  • 17 шайка

    θ. γεν. πλθ. шаек
    σπείρα, συμμορία•

    шайка воров σπείρα κλεφτών•

    атаман -и ο αρχηγός σπείρας•

    шайка разбойников ληστοσυμμορία•

    бандитская шайка ληστοσυμμορία.

    -и, γεν. πλθ. шаек θ.
    υδροκαδίσκη με λαβές. || (απλ.) λεκάνη με λαβές.

    Большой русско-греческий словарь > шайка

  • 18 борода

    борода
    ж τά γέν(ε)ια, τό γένι, τό γέ-νειον, ἡ γενιάδα [-άς]:
    отпускать бороду ἀφήνω γένια; ◊ Сии я я \борода ὁ Κυανοπώ-γων, ὁ Γάλαζογένης.

    Русско-новогреческий словарь > борода

  • 19 великодушие

    великодуш||ие
    с ἡ μεγαλοψυχία, ἡ μεγαλοφροσύνη, ἡ γενναιοφροσύνη, ἡ γεν-ναιοκαρδία.

    Русско-новогреческий словарь > великодушие

  • 20 родить

    роди́||ть
    сов см. рождать и рожать· ◊ в чем мать \родитьла разг θεόγυμνος, ὁλόγυμνος, τσίτσιδος· гора \родитьла́ мышь погов. ὠδινεν δρος καί ἐτεκε μβν, τό βουνό κοιλοπονοῦσε κ' ἐναν πόντικα γεν-νοῦσε.

    Русско-новогреческий словарь > родить

См. также в других словарях:

  • χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …   Dictionary of Greek

  • αγχώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αγχώνεται, που αγωνιά: Ο Κώστας είναι τύπος αγχώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωνιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, ουδ. πληθ. η, γεμάτος αγωνία: Ο γιατρός κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες για τη σωτηρία του ασθενή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, και αιματώδικος, η, ο που είναι γεμάτος αίμα ή έχει το χρώμα του αίματος: Είναι άνθρωπος με αιματώδη κράση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που δείχνει την αιτία: Αιτιώδη σχέση λέμε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακανθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο με αγκάθια: Τα φύλλα του δέντρου αυτού είναι ακανθώδη. 2. δύσκολος, περίπλοκος: Τα ζητήματα αυτά είναι από τα ακανθώδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αλματικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αποτελείται από άμμο εξολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος: Το έδαφος εδώ ήταν αμμώδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμυλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο αμυλούχος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προέρχεται από την αρρώστια άφθα: Τα ζώα είχαν προσβληθεί από αφθώδη πυρετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαλτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει βάλτους, έλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»