Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γεν-εά

  • 41 брезгун

    α. –ья, -и, γεν. πλθ. -ний θ.
    βλ. брезгливец.

    Большой русско-греческий словарь > брезгун

  • 42 брехун

    α., -ья, -и, γεν. πλθ. -ний, δοτ. -ньям θ.
    (απλ.) ψεύτης, -τρα, ψευταράς, -ρού.

    Большой русско-греческий словарь > брехун

  • 43 бровь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    το φρύδι, η όφρύς.
    εκφρ.
    не в бровь, а (прямо) в глаз – όχι σιμά στο στόχο, αλλά ακριβώς στο στόχο.

    Большой русско-греческий словарь > бровь

  • 44 ванька

    -и, γεν. πλθ. -нек, δοτ., -нькам, α.
    (παλ.) καροτσέρης, αμαξάς με παλιάμαξα.

    Большой русско-греческий словарь > ванька

  • 45 вафля

    θ.
    γεν. πλθ. вафель, δοτ. вафлям
    γκοφρέτα, βάφλια.

    Большой русско-греческий словарь > вафля

  • 46 ведерце

    -а, γεν. πλθ. -рец, δοτ. -рцам, ουδ.
    κουβαδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > ведерце

  • 47 вельможа

    -и, γεν. πλθ. -мож α.
    1. παλ. μεγιστάνας, προύχοντας, άρχοντας.
    2. καυχησιάρης, μεγάλαυχος, μεγαλορρήμονας.

    Большой русско-греческий словарь > вельможа

  • 48 веретенце

    -нца, γεν. πλθ. –нец, -нцам, ουδ.
    μικρή άτρακτος, δραχτάκι.

    Большой русско-греческий словарь > веретенце

  • 49 вертун

    α., -ья, -и, γεν. πλθ. -ий, δοτ. -ньям θ.
    1. αεικίνητος, ανήσυχος, άστατος.
    2. στρόβιλος.
    3. είδος περιστεριού.
    4. ασθένεια του πεύκου.

    Большой русско-греческий словарь > вертун

  • 50 верховье

    -я, γεν. πλθ. -ьев, ουδ.
    ανάρρους, ο παρά τις πηγές του ποταμού τόπος.

    Большой русско-греческий словарь > верховье

  • 51 веснушки

    -шек πλθ. (ενκ. -а, γεν.θ.)
    πανάδα, φακίδα, πιτσιλάδα.

    Большой русско-греческий словарь > веснушки

  • 52 весть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    είδηση, νέο•

    радостная весть ευχάριστη είδηση.

    || πλθ. -и διαδόσεις, κοινολογήσεις.
    εκφρ.
    без -и пропасть – χάνομαι χωρίς ν’ αφήσω ίχνη.
    (3ο προσ. ενκ. ενεστ. του ρ. ведать, παλ. κλίση)
    ξέρει•

    Бог весть ο Θεός ξέρει.

    Большой русско-греческий словарь > весть

  • 53 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 54 ветвь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κλαδί, κλάδος, κλωνάρι, κλώνος, κλαρί.
    2. μτφ. διακλάδωση•

    балтийская ветвь индоевропейских языков ο βαλτικός κλάδος των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.

    3. γραμμή συγγένειας•

    ветвь дворянского рода ο γενεαλογικός κλάδος των ευγενών.

    Большой русско-греческий словарь > ветвь

  • 55 вечерня

    -и, γεν. πλθ. -рен, δοτ. -рням, θ.
    (εκκλσ.) ο εσπερινός, εσπερινή ακολουθία.

    Большой русско-греческий словарь > вечерня

  • 56 вещь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. πράγμα, αντικείμενο•

    необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα•

    домашние -и τα πράγματα του σπιτιού.

    || ενδύματα, ιματισμός•

    положить -и в дорожный мешок βάζω τα πράγματα στονοδοιπο-πορικό σάκκο.

    2. έργο, δημιούργημα•

    художник дал на выставку свой лучшие -и ο καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.

    3. γεγονός, κατάσταση•

    ты глубже смотри на -и εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα•

    странная вещь παράξενο πράγμα.

    4. (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο•

    существуют -и независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικείμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας•

    -и в сейе αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά.

    Большой русско-греческий словарь > вещь

  • 57 винокурня

    -и, γεν. πλθ. -рен, δοτ. -рням, θ.
    οινοπνευματοποιείο, ποτοποιείο.

    Большой русско-греческий словарь > винокурня

  • 58 вития

    -и, γεν. πλθ. -ий α.
    παλ. ρήτορας.

    Большой русско-греческий словарь > вития

  • 59 вишня

    -и, γεν. πλθ. -шен, δοτ. -шням θ.
    1. η βυσσινιά.
    2. το βύσσινο (καρπός).

    Большой русско-греческий словарь > вишня

  • 60 волк

    -а, γεν. πλθ. -ов λύκος.
    εκφρ.
    морской волк – θαλασσόλυκος (πεπειραμένος)•
    волк в овечьей шкуре – λύκος ντυμένος με προβιά (υποκριτής με πολύ κακιές διαθέσεις)•
    - ом смотрит – σαν το λύκο κοιτάζει (εχθρικά, αρπαχτικά)•
    хоть -ом вой – όσο θέλεις ούρλιαξε’ (τίποτε δεν μπορείς να κάνεις, να γλυτώσεις).

    Большой русско-греческий словарь > волк

См. также в других словарях:

  • χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …   Dictionary of Greek

  • αγχώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αγχώνεται, που αγωνιά: Ο Κώστας είναι τύπος αγχώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωνιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, ουδ. πληθ. η, γεμάτος αγωνία: Ο γιατρός κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες για τη σωτηρία του ασθενή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, και αιματώδικος, η, ο που είναι γεμάτος αίμα ή έχει το χρώμα του αίματος: Είναι άνθρωπος με αιματώδη κράση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που δείχνει την αιτία: Αιτιώδη σχέση λέμε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακανθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο με αγκάθια: Τα φύλλα του δέντρου αυτού είναι ακανθώδη. 2. δύσκολος, περίπλοκος: Τα ζητήματα αυτά είναι από τα ακανθώδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αλματικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αποτελείται από άμμο εξολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος: Το έδαφος εδώ ήταν αμμώδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμυλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο αμυλούχος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προέρχεται από την αρρώστια άφθα: Τα ζώα είχαν προσβληθεί από αφθώδη πυρετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαλτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει βάλτους, έλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»