-
101 изголовье
-я, γεν. πλθ. -вий, δοτ. -вьям; ουδ. κεφαλόκλινο, κεφαλάρι.• у -я στο κεφαλάρι. || προσκέφαλο (από οτιδήποτε αντικείμενο). -
102 из-под
κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.
2. από τα πέριξ•он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.
3. (σημαίνει αλλαγή) απο•освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•
вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•
выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•
выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.
4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•
метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•
бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.
εκφρ.из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι). -
103 икра
икра 1-ы θ.γόνος, γονίδι ψαριών•метание -ы απόθεση του γόνου.
|| χαβιάρι, αυγοτάραχο•зернистая икра σπειρωτό χαβιάρι•
паюсная икра πεπιεσμένο χαβιάρι•
осетровая икра μαύρο χαβιάρι•
кетовая икра κόκκινο χαβιάρι, μπρικ•
метать -у γονοβολώ, γονεύω.
|| τροφή λεπτοτεμαχισμένη•баклажанная икра κονσερβοποιημένες, λεπτοτεμαχισμένες μελιτζάνες.
икра 2-ы, πλθ. икры, γεν. икр θ.γάμπα• γαστροκνήμη. -
104 инокиня
-и γεν. πλθ. -кинь θ. παλ. μοναχή, καλόγρια, μονάστρια. -
105 исповедальня
-и, γεν.. πλθ. -лен, δοτ. -льням θ. εξομολογητήριο (χώρος). -
106 их
их 11. γεν. κ. αιτ. πλθ. της προσωπ. αντωνυμίας «они».2. κτητ. αντωνυμία• τους•их дом το σπίτι τους.
их 2επιφ. (απλ.) ίιιι (εκφράζει μεγάλο αίσθημα), λέγεται και «и-их» ή «и-и-их»• -
107 кабарга
-и, γεν. πλθ. -рог θ.είδος ακέρατης ελάφου. -
108 каналья
-и, γεν. πλθ. -лий, δοτ. -льям κ. θ.κανάγιας, αχρείος, πρόστυχος μασκαράς. -
109 капля
-и, γεν. πλθ. -пель, δοτ. -плям θ.1. σταγόνα, σταλαματιά, στάλα• ρανίδα•-и дожди σταγόνες βροχής•
-и росы δροσοσταγόνες•
сердечные -и σταγόνες για την καρδιά.
2. ως επίρ. каплю λίγο, ελάχιστα, μια σταλιά ή μια σταγόνα.εκφρ.капля в море – σταγόνα στον ωκεανό (μηδαμινή ποσότητα)•капля за -ей ή капля по -е – σταλαματιά-σταλαματιά, λίγο-λίγο, σκαλί-σκαλί, βαθμιαία•до последней -и крови – μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος•ни -и – ούτε σταγόνα, καθόλου•- и в рот не брать – δε βάζω σταλιά στο στόμα, δεν πίνω καθόλου οινοπνευματώδη ποτά•как две -и воды (похож на кого) – πανόμοιος, πανομοιότατος, ίδιος κι απαράλλακτος. -
110 караульня
-и θ. γεν. πλθ. -лен,δοτ. -льням παλ. φυλάκιο, σκοπιά (χώρος). -
111 катакомба
-ы, γεν. πλθ. -омб.1. κατακόμβη.2. υπόγειος, σκοτεινός και περίπλοκος χώρος. -
112 квашня
-й, γεν. πλθ. -ей θ.1. ζυμωτήρι, σκάφη ζυμώματος.2. ζυμάρι γινόμενο.3. (απλ.) άνθρωπος δυσκίνητος, νωθρός, μπάταλος. -
113 кирасир
-
114 кирка
-
115 кисть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. το άκρο χέρι (η παλάμη με τα δάχτυλα).2. τσαμπί, βότρυς•виноградная кисть τσαμπί σταφυλιού.
3. θύσανος, κρόσσι, φούντα.4. πινέλο, χρωστήρας• βούρτσα χρωματίσματος.5. πινελιά, δεξιοτεχνία ζωγραφική. || μεγάλη τέχνη ζωγράφου, πινέλο. -
116 кишка
-и, γεν. πλθ. -шок, δοτ. -шкам θ.1. έντερο• εντερικός σωλήνας•тонкая кишка λεπτό (ελικώδες) έντερο•
толстая кишка το παχύ έντερο•
прямая кишка το απευθυσμένο έντερο•
слепая кишка το τυφλό έντερο•
двенадцатиперстная кишка το δωδεκαδάκτυλο έντερο ή ο δωδεκαδάκτυλος•
поперечная кишка εγκάρσιο κόλο•
восходящая ободочная кишка ανιόν κόλο•
нисходящая ободочная -κατιόν κόλο.
2. μάνικα•пожарная кишка η πυροσβεστική μάνικα•
поливать из -и καταβρέχω με μάνικα.
εκφρ.кишка тонка у кого-н. – δεν έχει κότσια ή δεν του το λένε τα κότσια (δεν έχει τη δύναμη, ικανότητα)•выпустить -и – ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)•вымотать (все) -и кому – κατατυραννώ κάποιον, βγάζω το θεό (ανάποδα)•надорвать -и (со смеху) – σκάζω από τα γέλια, μου κόβονται τα σωθικά από τα γέλια. -
117 клеть
-и, προθ. в клети, γεν. πλθ. -ей; θ.1. βλ. клетушка.2. θαλαμίσκος ανελκυστήρα (ασανσέρ). -
118 клешни
-й, γεν. πλθ. -ейψαλίδα, τσιμπίδα αστακιδών. -
119 козырь
-я, γεν, πλθ. -ей α.1. κόζι, ατού, τριόμφο•ходить с -я βγαίνω με ατού•
бить -ем χτυπώ (παίρνω) με ατού•
последний козырь το τελευταίο ατού.
2. μτφ. (απλ.) πλούσιος, παραλής, σπουδαίο πρόσωπο.3. μτφ. όμορφος, λεβέντης, λεβεντόκορμος.εκφρ.ходить -ем – βαδίζω καμαρωτά, περήφανα. -
120 колокольня
-и, γεν. πλθ. -лен, δοτ. -льням θ. καμπαναριό, κωδωνοστάσιο.εκφρ.отзвонил и с колокольни долой – (απλ.) εκτέλεσα τυπικά, για να πω πως εκτέλεσα•со своей -и – από τη δική μου σκοπιά (όπως εγώ βλέπω, κρίνω), όπως εγώ αντιλαμβάνομαι.
См. также в других словарях:
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
αγχώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αγχώνεται, που αγωνιά: Ο Κώστας είναι τύπος αγχώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωνιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, ουδ. πληθ. η, γεμάτος αγωνία: Ο γιατρός κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες για τη σωτηρία του ασθενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, και αιματώδικος, η, ο που είναι γεμάτος αίμα ή έχει το χρώμα του αίματος: Είναι άνθρωπος με αιματώδη κράση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που δείχνει την αιτία: Αιτιώδη σχέση λέμε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακανθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο με αγκάθια: Τα φύλλα του δέντρου αυτού είναι ακανθώδη. 2. δύσκολος, περίπλοκος: Τα ζητήματα αυτά είναι από τα ακανθώδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αλματικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αποτελείται από άμμο εξολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος: Το έδαφος εδώ ήταν αμμώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο αμυλούχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προέρχεται από την αρρώστια άφθα: Τα ζώα είχαν προσβληθεί από αφθώδη πυρετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει βάλτους, έλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)