-
1 αιχμη
дор. αἰχμά ἥ1) наконечник или острие копья(ἔγχεος, δουρός Hom.; λόγχης Eur., Her.)
2) копье Hom., Her., Xen.αἰ. ἥ Ποσειδῶνος Aesch. — копье, т.е. трезубец Посидона
3) стрела(τοξουλκὸς αἰ. Aesch.)
4) отряд копейщиков Pind.5) война, сражение, бойκακὸς πρὸς αἰχμήν Soph. — трусливый в бою;θηρῶν αἰ. Eur. — бой со зверями6) воинственность(Ἀμφιτρύωνος Pind.)
7) власть, господство(γυναικός Aesch.)
-
2 αἰχμή
ἡ αἰχμή копье, особ. острие копья -
3 αιχμή
η остриё;§ οι ώρες της αιχμης — часы пик
-
4 αιχμή
[эхми] ουσ θ острив. -
5 αιχμα
-
6 αντομαι
1) встречаться, сходиться(ἐν πολέμῳ τινί Hom.; τινος Pind.)
ὅθι δίπλοος ἤντετο θώρηξ Hom. — там, где сходились оба края брони2) сталкиваться, наталкиваться, натыкаться(ἀργύρῳ ἀντομένη αἰχμή Hom.)
3) обращаться с мольбой, умолять(τινα Soph., Eur., Arph.; τι ὑπέρ τινος Soph.)
-
7 βραχυς
1) короткий, недлинный(ὁδός Pind., Plat., Plut.; αἰχμή Her.)
2) невысокий, низкий(τεῖχος Thuc.)
β. μορφάν Pind. — малорослый3) узкий, неглубокий(φάλαγξ Xen.; τάξις Polyb.)
4) короткий, недолгий(βίος Her.; χρόνος Aesch., Plat.; ἡμέρα Arst.)
ἐν βραχεῖ Plat. (ἐν βραχεϊ Her.) — вскоре, Pind., Xen. вкратце;διὰ βραχέων Plat. — в немногих словах:κατὰ βραχύ Plat. — вкратце, Thuc., Polyb. понемногу, мало-помалу5) грам. краткий(φωνῆεν Arst.)
6) мелкий, небольшой, незначительный(οὐσία Isae.; κέρδος Lys., Plat.; ἔργον Xen.; πλῆθος Arst.; ἀφορμή Polyb.)
7) немногочисленный, скудный(μέρη Plat.; ἱππεῖς Polyb.)
-
8 ευηκης
-
9 κροταφος
ὅ1) преимущ. pl. висок2) pl. волосы на висках Arst.3) pl. верхние склоны, вершина (sc. Καυκάσου Aesch.; Ἑλικῶνος Anth.) -
10 πειρω
(fut. περῶ, aor. ἔπειρα - эп. πεῖρα; pass.: aor. 2 - ἐπάρην, pf. πέπαρμαι)1) прокалывать(κρέα ὀβελοῖσιν Hom.)
; пробивать, пронзать(τινὰ αἰχμῇ διὰ χειρός Hom.)
πεπαρμένος περὴ δουρί Hom. — пронзенный копьем;χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένος Hom. — утыканный, т.е. с набитыми на нем золотыми гвоздями;ὀδύνῃσι πεπαρμένος Hom. — раздираемый страданиями2) рассекать, разрезать(κύματα Hom.)
κέλευθον π. Hom. — пролагать (себе) путь, продвигаться вперед -
11 τριστομος
-
12 χρυσεος
(ῡ, поэт. иногда ῠ)1) золотой, отделанный (блистающий, сияющий) золотом или позолоченный(δέπας, σκῆπτρον, θρόνος, δώματα Hom.; σάκος, αἰχμή Her.; τρίπους, φιάλα, δίφρος Pind.; κράνος Xen.; στέφανος Plat.; ἀναδέσμη Eur.)
χρύσεια μέταλλα Thuc. — золотые рудники;Ἀλέξανδρος ὅ χ. Her. — золотое изваяние Александра;χρυσοῦν ἱστάναι τινά Luc. — воздвигнуть кому-л. золотую статую2) перен. золотой, сияющий как золото, золотистый(νεφέλη, νέφος Hom.; σθένος ἀελίου Pind.; ἁμέρα Soph.)
ἵπποω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. — златогривые кони;αὐτῆς χρυσοτέρη Κύπριδος Anth. — лучезарнее самой Киприды3) перен. золотой, драгоценный, бесценный(ἐλαία, δάφνα Pind.; ἐλπίς, τιμή Soph.; λογισμοῦ ἀγωγή Plat.; βίος Luc.)
χρύσειοι πάλαι - v. l. πάλιν - ἄνδρες Theocr. — люди древнего золотого века -
13 αἰχμάλωτος
ὁ αἰχμάλωτος (αἰχμή + ἄλισκ.) военнопленный
См. также в других словарях:
αἰχμή — point of a spear fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
αιχμή — η 1. η μύτη, η άκρη κάθε οργάνου που πληγώνει, τρυπά (μαχαιριού, βελόνας, καρφιού κτλ.): Τον είχε πληγώσει η αιχμή του ξίφους. 2. το ανώτατο σημείο, το αποκορύφωμα: Πέσαμε στην αιχμή της κυκλοφορίας. 3. εχθρικός υπαινιγμός: Τα λόγια του ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰχμῇ — αἰχμάζω throw the spear fut ind mid 2nd sg (doric) αἰχμάζω throw the spear fut ind act 3rd sg (doric) αἰχμή point of a spear fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμῆι — αἰχμῇ , αἰχμάζω throw the spear fut ind mid 2nd sg (doric) αἰχμῇ , αἰχμάζω throw the spear fut ind act 3rd sg (doric) αἰχμῇ , αἰχμή point of a spear fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαῖς — αἰχμή point of a spear fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαῖσιν — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμαί — αἰχμή point of a spear fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμῇσι — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμῇσιν — αἰχμή point of a spear fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰχμήν — αἰχμή point of a spear fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)