-
1 τριστομος
См. также в других словарях:
τρίστομος — three edged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίστομος — η, ο / τρίστομος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρία στόματα ή τρία στόμια ή τρεις αιχμηρές επιφάνειες («τρίστομος αἰχμή», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. (το ουδ. και ουσ.) το τρίστομο ζωολ. μικρό σκουλήκι που παρασιτεί στα βράγχια διαφόρων ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τρίστομον — τρίστομος three edged masc/fem acc sg τρίστομος three edged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριστόμου — τρίστομος three edged masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριστόμῳ — τρίστομος three edged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίστομο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Καρπάθου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ολύμπου. * * * το / τρίστομον, ΝΑ βλ. τρίστομος … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τριστόμιος — ον, Α [τρίστομος] αυτός που έχει τρία στόμια … Dictionary of Greek
ԵՐԵՔՍԱՅՐԻ — ( ) NBH 1 0681 Chronological Sequence: Unknown date ա. τρίστομος cui triplex est acies Որոյ են երեք սայրք. կամ երեքբերանեան՝ որպէս եռանկիւն սո՛ւր. *Ունէին տէգս հրեղէնս երեքսայրիս. Վրք. հց. ՟Ժ՟Թ: *Երեքսայրի սրով վիրաւորեաց զնա. Ոսկ. աւետար … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)