-
1 αποστολή
ἀποστολῆι, ἀποστολεύςone who dispatches: masc dat sg (epic ionic)ἀποστολήsending off: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀποστολῇ
ἀποστολῆι, ἀποστολεύςone who dispatches: masc dat sg (epic ionic)ἀποστολήsending off: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 αποστολή
-
4 ἀποστολή
-
5 αποστολη
ἥ1) отправление, снаряжение, посылка(Eur.; νεῶν Thuc.)
2) проводы3) отъезд, экспедиция Thuc., Polyb., Plut.4) апостольство NT. -
6 ἀποστολή
ἀποστολή, ῆς, ἡ (s. ἀποστέλλω; Eur., Thu., et al. in var. mngs.; Diod S 36, 1 [ἀ. στρατιωτῶν=‘sending out’ of troops]; ins, pap, LXX; TestNapht 2:1; EpArist 15; Jos., Ant. 20, 50, Vi. 268) in our lit. only of God’s elite emissaries for the Christian message office of a special emissary, apostleship, office of an apostle, assignment w. διακονία Ac 1:25. Used esp. by Paul to designate his position: ἡ σφραγίς μου τ. ἀποστολῆς the seal (official confirmation) of my apostleship 1 Cor 9:2. ἐνεργεῖν τινι εἰς ἀ. make someone capable of being an apostle Gal 2:8. λαμβάνειν ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως receive apostleship, to bring about obedience that is consonant with faith Ro 1:5.—DELG s.v. στέλλω A. M-M. TW. -
7 αποστολή
η1) отправка, пересылка; перевод (денег); 2) отправление (почтовое); 3) поручение, задание; миссия;αναθέτω αποστολή — возлагать миссию;
ειδική г- особая миссия;4) экспедиция; 5) миссия (делегация);στρατιωτική αποστολή — военная миссия
-
8 ἀποστολή
{сущ., 4}1. отправление;2. посылка;3. апостольство.Ссылки: Деян. 1:25; Рим. 1:5; 1Кор. 9:2; Гал. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποστολή
-
9 αποστολή
{сущ., 4}1. отправление;2. посылка;3. апостольство.Ссылки: Деян. 1:25; Рим. 1:5; 1Кор. 9:2; Гал. 2:8.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αποστολή
-
10 ἀποστολή
1. отправление; 2. посылка; 3. апостольство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀποστολή
-
11 αποστολή
ηAufgabe f -
12 αποστολή
[апостоли] ουσ. Θ. рассылка поручение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποστολή
-
13 ἀποστολή
-ῆς + ἡ N 1 1-1-1-3-5=11 Dt 22,7; 1 Kgs 5(9),14a(16); Jer 39(32),36; Ps 77(78),49; Ct 4,13sending away, sending off Dt 22,7; shoot Ct 4,13; discharge Eccl 8,8; parting gift, reward 1 Mc 2,18; gift1 Ezr 9,51; message Ps 77(78),49; exile, plague sent by the Lord Jer 39(32),36, see also Bar 2,25 Cf. GEHMAN 1966=1972 107; PRIJS 1948, 39; TOV 1981, 67-68; →TWNT -
14 αποστολή
[апостоли] ουσ θ рассылка поручение. -
15 ἀποστολή
A sending off or away, E.IA 688, Ph. 1043(lyr., pl.); dispatching,νεῶν Th.8.9
; sending forth on their journey,ξένων ὑποδοχὰς καὶ ἀ. Arist. EN 1123a3
, cf. IG2.238.15; as a parting gift, 3 Ki.9.16, cf. 1 Ma.2.18.II (from [voice] Pass.) expedition, Th.8.8.2 apostleship, 1 Ep.Cor.9.2, Ep.Gal.2.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστολή
-
16 ἀποστολή
ἀπο-στολή, die Absendung; bes. der Flotte; Abreise; N. T. das Apostelamt -
17 αποστολή
задачаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αποστολή
-
18 αποστολή
gönderilen mal -
19 αποστολή
envoi -
20 αποστολή
1) przesyłka (f) rzecz.2) wysyłka (f) rzecz.
См. также в других словарях:
ἀποστολή — sending off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστολή — η 1. το να στέλνει κανείς κάτι: H πρώτη αποστολή τσιμέντων έφτασε στον προορισμό της. 2. αυτό που στέλνεται: Παραλάβαμε και τη δεύτερη αποστολή τηλεοράσεων. 3. έκτακτο έργο που ορισμένοι αναλαμβάνουν ή τους το αναθέτουν: Εμπορική αποστολή έφυγε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… … Dictionary of Greek
ἀποστολῇ — ἀποστολῆι , ἀποστολεύς one who dispatches masc dat sg (epic ionic) ἀποστολή sending off fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
ἀποστολαῖς — ἀποστολή sending off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαῖσιν — ἀποστολή sending off fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολαί — ἀποστολή sending off fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολήν — ἀποστολή sending off fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολῶν — ἀποστολή sending off fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek