-
1 στρατιωτική
-
2 στρατιωτικῇ
-
3 στρατιωτική
στρατιωτικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 военный
военн||ый1. прил στρατιωτικός, πολεμικός:\военныйые силы αί στρατιωτικές δυνάμεις· \военныйая промышленность ἡ πολεμική βιομηχανία· \военныйая авиация ἡ πολεμική ἀεροπορία· \военный флот ὁ πολεμικός στόλος· \военныйая база ἡ στρατιωτική βάση· \военныйые действия οἱ πολεμικές (или στρατιωτικές) ἐπιχειρήσεις· \военный суд τό στρατοδικείο· Военная Академия ἡ 'Ακαδημία πολέμου, Στρατιωτική 'Ακαδημία· \военныйая служба ἡ στρατιωτική θητεία· \военный билет ἡ στρατιωτική ταυτότητα, τό δελτίο ταυτότητος· \военныйое училище ἡ στρατιωτική σχολή, ἡ σχολή τῶν εὐελπίδων \военный комиссариат см. военкомат· \военный корреспондент ὁ στρατιωτικός ἀνταποκριτής·2. ж ὁ στρατιωτικός. -
5 στρατιωτικός
η, ό[ν] 1. военный; воинский; солдатский; армейский;στρατιωτική υπηρεσία (θητεία) — военная служба;
στρατιωτική σχολή — военное училище;
στρατιωτική πειθαρχία — воинская дисциплина;
στρατιωτικόν μητρώον — мобилизационный список;
στρατιωτικοί κύκλοι — военные круги;
στρατιωτική μονάδα — воинская часть, подразделение;
στρατιωτικός νόμος — военное или осадное положение;
2. (ο) военный, военнослужащий -
6 боевой
επ.1. μαχητικός, πολεμικός, στρατιωτικός•-ая готовность στρατιωτική ετοιμότητα•
-ое задание στρατιωτική αποστολή•
-опыт η πολεμική πείρα•
-ая тревога πολεμικός συναγερμός•
боевой порядок войск η μαχητική διάταξη των στρατευμάτων•
-ая подготовка войск στρατιωτική (μαχητική) προετοιμασία των στρατευμάτων•
-ая единица μονάδα μάχης(η ομάδα)•
боевой конь μαχητικό άλογο•
боевой патрон το φυσίγγι•
-ые припасы τα πολεμοφόδια•
-ая задача αποστολή μάχης•
-ая заслуга πολεμική εξαιρετική υπηρεσία•
боевой товарищ συμμαχητής, συμπολεμιστής•
-ая мощь στρατιωτική ισχύς•
-ые действия πολεμικές επιχειρήσεις.
2. πολεμικός, φιλοπόλεμος, αρειμάνιος•боевой дух πολεμικό πνεύμα.
3. αγωνιστικός. -
7 база
база ж 1) (основа) η βάση; материальная \база η υλική βάση 2) (пункт) о σταθμός· туристическая \база η τουριστική βάση· лыжная \база о σταθμός για σκι 3): военная \база η στρατιωτική βάση* * *ж1) ( основа) η βάσηматериа́льная ба́за — η υλική βάση
2) ( пункт) о σταθμόςтуристи́ческая ба́за — η τουριστική βάση
лы́жная ба́за — ο σταθμός για σκι
3)вое́нная ба́за — η στρατιωτική βάση
-
8 военный
военный 1. στρατιωτικός \военныйая служба η (στρατιωτική) θητεία 2. м о στρατιωτικός* * *1.2. мвое́нная слу́жба — η (στρατιωτική) θητεία
ο στρατιωτικός -
9 парад
парад м (войск, спортсменов) η παρέλαση· военный \парад η στρατιωτική παρέλαση* * *м(войск, спортсменов) η παρέλασηвое́нный пара́д — η στρατιωτική παρέλαση
-
10 υπηρεσία
η1) служба, исполнение служебных обязанностей;στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;
στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;
μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;
αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;
καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;
δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;
απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;
εκτελώ υπηρεσία — нести службу;
επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;
2) дежурство; наряд, вахта;έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;
παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;
3) стаж (работы);έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;
συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;
4) услуга;προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;
προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;
5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);6) ведомство; служба; учреждение;δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;
στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;
διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;
οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;
ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;
υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;
πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;
μετεωρολογική υπηρεσία — служба (или бюро) погоды
-
11 военный
επ.1. πολεμικός• στρατιωτικός•-ые события πολεμικά γεγονότα• στρατιωτικές επιχειρήσεις• -Οβ•
положение πολεμική κατάσταση• κατάσταση πολιορκίας•
- ая таина στρατιωτικό μυστικό (ή απόρρητο)•
-ое судно πολεμικό σκάφος•
-ая служба στρατιωτική υπηρεσία•
военный завод στρατιωτικό εργοστάσιο•
военный врач στρατιωτικός γιατρός•
-ое училище στρατιωτική σχολή.
2. ουσ. ο στρατιωτικός.εκφρ.военный коммунизм – πολεμικός κομμουνισμός, οικονομική πολιτική της σοβ. εξουσίας τον καιρό του πολέμου (1918-20)• на -ую ногу όπως συνηθίζεται στους στρατιωτικούς, κατά τους στρατιωτικούς. -
12 повинность
-и θ.υποχρέωση, το χρέος•воинская повинность στρατιωτική θητεία•
трудовая повинность υποχρεωτική εργασία•
дорожная повинность παλ. υποχρεωτική εισφορά συντήρησης οδών•
общественные -и κοινωνικές υποχρεώσεις•
городские -и αστικές υποχρεώσεις•
рекрутская повинность νεο-συλλεξία (στρατολογία νεοσύλλεκτων)•
подлежащий -и φορολογήσιμος•
отбывать воинскую -εκτελώ τη στρατιωτική θητεία.
-
13 ἐπι-στρεφής
ἐπι-στρεφής, ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; ῥήτωρ Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ ϑεός Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ δίαιτα Hdn. 5, 2; καὶ κόσμιος ἀρχή 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – φωνή, modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ ϑρασέως καϑήπτετο D. Hal. 7, 34.
-
14 ξυνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход -
15 συνταξις
- εως ἥ1) строй, устройство(τῆς πολιτείας Arst.)
2) воен. построение, строй, порядок3) организация Arst.σ. στρατιωτική Xen. — организация армии
4) отряд, войско(σ. Ἑλληνική Plut.)
5) сочетание, связь, система(ἥ σ. τῶν μερῶν Arst.)
6) сочинение, повествование, изложение Arst., Polyb., Diog.L.7) грам. конструкция, синтаксис Plut., Luc.8) соглашение, договор Dem., Polyb., Plut.9) союз, заговорσ. ἐφ΄ αὑτοὺς τῶν Ἑλλήνων Plut. — междоусобные заговоры среди греков
10) налог, подать Isocr., Aeschin., Dem.11) жалование, плата Dem., Plut., Diod.12) доход -
16 академия
1. (высшее научное учреждение, вуз) η Ακαδημία 2. (военная) η ανώτατη στρατιωτική σχολήморская - η σχολή των ναυτικών δοκίμων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > академия
-
17 академия
академияж ἡ ἀκαδημία:Академия нау́к ἡ 'Ακαδημία "Επιστημών Академия художеств ἡ 'Ακαδημία Καλών Τεχνών Сельскохозяи́ственная академия ἡ Γεωργική "Ακαδημία; Военная академия ἡ Στρατιωτική 'Ακαδημία. -
18 бинокль
бинокльм τά κιάλια, ἡ διόπτρα:полевой \бинокль ἡ στρατιωτική διόπτρα; театральный \бинокль τά θεατρικά κιάλια. -
19 боевой
боев||о́йприл1. πολεμικός, μαχητικός:\боевойые деи́ствия οἱ ἐχθροπραξίες, οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις; \боевойа́я подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση; \боевойа́я задача ὁ πολεμικός σκοπός, ἡ πολεμική ἀποστολή; \боевойое снаряжение ἡ ἐξάρτηση, ὁ ὁπλισμός; \боевой порядок ἡ παράταξη μάχης; \боевойые заслуги οἱ πολεμικές ὑπηρεσίες; \боевойые отли́чия τά πολεμικά παράσημα; \боевойая тревога ὁ συναγερμός; \боевойое крещение τό βάπτισμα τοῦ πυρός; \боевой товарищ ὁ συμπολεμιστής, ὁ συμμαχητής; быть в \боевой готовности εἶμαι ἐτοιμοπόλεμος;2. перен μαχητικός, πολεμικός / φιλοπόλεμος (воинственный):\боевой дух τό μαχητικό πνεΰμα. -
20 военно-санитарный
военно-санита́рн||ыйприл τῆς στρατιωτικής ὑγειονομικής ὑπηρεσίας:\военно-санитарныйая служба ἡ στρατιωτική ὑγειονομική ὑπηρεσία.
См. также в других словарях:
στρατιωτικῇ — στρατιωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτική — στρατιωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευελπίδων, Στρατιωτική Σχολή — Η πρώτη στρατιωτική σχολή στην Ελλάδα με προορισμό την εκπαίδευση μόνιμων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς. Ιδρύθηκε στο Ναύπλιο από τον Ιωάννη Καποδίστρια με διάταγμα της 12ης Δεκεμβρίου 1828. Ο πρώτος διοικητής της σχολής ήταν ο Γάλλος λοχαγός… … Dictionary of Greek
λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν … Dictionary of Greek
ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… … Dictionary of Greek
ανίχνευση — Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α … Dictionary of Greek
Λεγεώνα των Ξένων — Στρατιωτική μονάδα που συγκροτείται από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε δύο στρατιωτικά σώματα που συγκροτήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Γαλλική Λ. των Ξ. Ειδικό σώμα του γαλλικού στρατού, που… … Dictionary of Greek
Ναβαραίων, Εταιρεία — Στρατιωτική οργάνωση μισθοφόρων από τη Ναβάρα, που πήραν μέρος σε όλους σχεδόν τους πολέμους από τον 10o έως τον 17ο αι. Η πρώτη συμμετοχή της Ε.Ν. στους πολέμους αναφέρεται στον 14o αι. στον πόλεμο του βασιλιά της Ναβάρας Κάρολου B’ εναντίον του … Dictionary of Greek
Τετραπλή Συμμαχία — Στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ολλανδίας και Αυστρίας, για την παρεμπόδιση των προσπαθειών της Ισπανίας, που την κυβερνούσε ο καρδινάλιος Αλμπερόνι, να δημιουργήσει στην Ιταλία κράτη για τους γιους του Φίλιππου E’ και της … Dictionary of Greek
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek
Battle of Marathon — Infobox Military Conflict conflict=Battle of Marathon partof=the Greco Persian Wars caption=The plain of Marathon today date=September 490 BC place=Marathon, Greece result=Athenian victory territory=Persians fail to conquer Attica… … Wikipedia