Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στρατιωτική

См. также в других словарях:

  • στρατιωτικῇ — στρατιωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιωτική — στρατιωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευελπίδων, Στρατιωτική Σχολή — Η πρώτη στρατιωτική σχολή στην Ελλάδα με προορισμό την εκπαίδευση μόνιμων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς. Ιδρύθηκε στο Ναύπλιο από τον Ιωάννη Καποδίστρια με διάταγμα της 12ης Δεκεμβρίου 1828. Ο πρώτος διοικητής της σχολής ήταν ο Γάλλος λοχαγός… …   Dictionary of Greek

  • λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν …   Dictionary of Greek

  • ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… …   Dictionary of Greek

  • ανίχνευση — Στρατιωτική ενέργεια για τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με την παρουσία, τη θέση, τη δύναμη και τις κινήσεις του εχθρού. Στις χερσαίες επιχειρήσεις, ως καθαρά στρατιωτικός όρος, είναι γνωστός κυρίως από τη ναπολεόντεια εποχή, όταν οι αποστολές α …   Dictionary of Greek

  • Λεγεώνα των Ξένων — Στρατιωτική μονάδα που συγκροτείται από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε δύο στρατιωτικά σώματα που συγκροτήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Γαλλική Λ. των Ξ. Ειδικό σώμα του γαλλικού στρατού, που… …   Dictionary of Greek

  • Ναβαραίων, Εταιρεία — Στρατιωτική οργάνωση μισθοφόρων από τη Ναβάρα, που πήραν μέρος σε όλους σχεδόν τους πολέμους από τον 10o έως τον 17ο αι. Η πρώτη συμμετοχή της Ε.Ν. στους πολέμους αναφέρεται στον 14o αι. στον πόλεμο του βασιλιά της Ναβάρας Κάρολου B’ εναντίον του …   Dictionary of Greek

  • Τετραπλή Συμμαχία — Στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ολλανδίας και Αυστρίας, για την παρεμπόδιση των προσπαθειών της Ισπανίας, που την κυβερνούσε ο καρδινάλιος Αλμπερόνι, να δημιουργήσει στην Ιταλία κράτη για τους γιους του Φίλιππου E’ και της …   Dictionary of Greek

  • στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί …   Dictionary of Greek

  • Battle of Marathon — Infobox Military Conflict conflict=Battle of Marathon partof=the Greco Persian Wars caption=The plain of Marathon today date=September 490 BC place=Marathon, Greece result=Athenian victory territory=Persians fail to conquer Attica… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»