-
1 αναθέτω
-
2 ἀναθέτω
-
3 αναθέτω
(αόρ. ανέθεσα) μετ.1) возлагать (обязанность), поручать; вверять; 2) приносить в дар, жертвовать -
4 αναθέτω
[анатэто] р. возлогать, поручать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αναθέτω
-
5 αναθέτω
[анатэто] ρ возлогать, поручать. -
6 αναθέτω
encarregar -
7 αναθέτω
atamak, havale etmek -
8 αναθέτω
1) attribuer2) charger -
9 αναθέτω
1) asygnować czas.2) ładować czas.3) obarczyć czas.4) obciążać czas.5) przeznaczać czas.6) przydzielać czas.7) przypisywać czas. -
10 αναθέτω
1) nabít2) naložit3) naplnit4) pověřit5) přičítat6) přidělit7) zatížit8) zaútočit -
11 αναθέτω
1) allocate2) assign3) charge4) entrustΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αναθέτω
-
12 pověřit
αναθέτω -
13 asygnować
αναθέτω -
14 перепоручать
αναθέτω σε άλλον.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перепоручать
-
15 buyurtmak
αναθέτω σε κάποιον να δώσει εντολή -
16 görevlendirmek
αναθέτω, διορίζω, επιφορτίζω -
17 возлагать
возлагатьнесов1. (класть) (κατα)θέ-τω, βάζω:\возлагать венок καταθέτω στέφανο·2. перен ἀναθέτω, ἐπιφορτίζω:\возлагать поручение на кого-л. ἀναθέτω ἐντολή σέ κάποιον \возлагать ответственность на кого-л. καταστώ κάποιον ὑπεύθυνο· \возлагать надежды на кого-л. στηρίζω τις ἐλπίδες μου σέ κάποιον \возлагать вину́ на кого-л. θεωρώ Ενοχο κάποιον \возлагать командование на кого-л. ἀναθέτω τήν ἀρχηγίαν σέ κάποιον. -
18 приказать
-кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приказанный, βρ: -зал, -а, -оρ.σ.1. διατάσσω• προστάζω• δίνω εντολή•он -ал взять его мртвым или живого αυτός διέταξε να τον πιάσουν νεκρό ή ζωντανό.
2. μτφ. παλ. αναθέτω αναθέτω εντολή•приказать имение жене αναθέτω την περιουσία στη σύζυγο.
εκφρ.что -жешь (приказатьжете)? – τι έχεις (приказатьετε) να πεις; να πείτε; (στον συνομιλητή, όταν η απάντηση είναι σαφής)•как -жете – παλ. όπως σας αρέσει, όπως πείτε•что -жете? – παλ. τι θέλετε; τι επιθυμείτε; τι σας αρέσει; -
19 поручить
поручить αναθέτω* παραγγέλλω (заказать)' εμπιστεύομαι (вверить)* * * -
20 задавать
задаватьнесов1. (поручить выполнить) δίνω, βάζω, ἀναθέτω:\задавать урок βάζω μάθημα· \задавать работу ἀναθέτω δουλειά·2. (причинять):\задавать страху кому́-л. φοβερίζω (или τρομάζω) κάποιον \задавать встрепку кому-л. βάζω κατσάδα, κατσαδιάζω κάποιον; μαλώνω κάποιον ◊ \задавать ко́рму δίνω ταγή, δίνω φορβήν \задавать загадку βάζω αίνιγμα· \задавать вопрос ὑποβάλλω ἐρώτημα· \задавать тон δίνω τόν τόνον.
См. также в других словарях:
αναθέτω — αναθέτω, ανέθεσα και ανάθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω … Dictionary of Greek
αναθέτω — ανάθεσα, ανατέθηκα, αναθεμένος 1. εμπιστεύομαι σε κάποιον την εκτέλεση κάποιας πράξης, επιφορτίζω: Του ανάθεσαν όλες τις δικαστικές υποθέσεις της εταιρείας τους. 2. αφιερώνω: Τις εικόνες που κληρονομούσαν αποφάσισαν να τις αναθέσουν στην εκκλησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναθέτω — ἀνατίθημι lay upon aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
επανατίθημι — ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι] 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.) 2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία 3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ 4.… … Dictionary of Greek
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
προεγχειρίζω — ΜΑ 1. παραδίδω, αναθέτω κάποιον ή κάτι σε κάποιον άλλο εκ τών προτέρων («τὸν χρυσόβουλλον λόγον ὅνπερ ὁ βασιλεὺς αὐτῷ προενεχείρισεν», Άνν. Κομν.) 2. παθ. προεγχειρίζομαι έχει αναληφθεί η διαχείριση μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχειρίζω «παραδίδω … Dictionary of Greek
Augment — In der Sprachwissenschaft wird als Augment (lateinisch augmentum, „das Vergrößerte“) ein Präfix bezeichnet, das in einigen indogermanischen Sprachen einem Verb vorangestellt wird, um Zeitformen der Vergangenheit wie das Plusquamperfekt, das… … Deutsch Wikipedia
Κομισιόν — η η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αλλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα από τα τέσσερα θεσμικά όργανα τής ΕΟΚ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. commission < λατ. commisio, onis < λατ. ρ. committere «εμπιστεύομαι, αναθέτω»] … Dictionary of Greek
αγγαρεύω — (Α ἀγγαρεύω) επιβάλλω αναγκαστική και δίχως αμοιβή εργασία νεοελλ. αναθέτω σε κάποιον ενοχλητική δουλειά, επιφορτίζω αρχ. αναγκάζω κάποιον να υπηρετήσει ως άγγαρος, δηλ. ως ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγγαρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀγγαρεία μσν. ἀγγαρευτής.… … Dictionary of Greek