-
1 αμάρτημα
-
2 ἁμάρτημα
-
3 ἁμάρτημα
ἁμάρτημα, τος, τό (w. mngs. ranging fr. involuntary mistake to serious moral default: Arist., EN 1135b; Pre-Socr., Soph. et al.; Diod S 14, 76, 4 εἰς θεοὺς ἁμαρτήματα; POxy 34 III, 13; PTebt 5, 3 [s. ἀγνόημα]; PParis 63 XIII, 2ff; BGU 1141, 8; 1185, 7; LXX; En; PsSol 17:8; TestSol D; TestAbr A 14 p. 94, 22 [Stone, p. 36]; ParJer 2:2; ApcEsdr, ApcMos; EpArist 297; Philo; Jos., Bell. 4, 348, Ant. 1, 22, 3:221 al.; Mel., P. 103, 788 [B; ἁμαρτιῶν Ch.]; Fgm. 12, 9; Theoph. Ant. 1, 2 [p. 60, 20]) as an individual act sin, transgression (as moral default Pla., Phd. 113e) Ro 5:16 v.l.; αἰώνιον ἁ. an everlasting sin Mk 3:29; τὰ προγεγονότα ἁμαρτήματα Ro 3:25 (s. Eunap. p. 76 [B.] τὰ προγεγενημένα τῶν ἁμαρτημάτων); cp. τῶν πάλαι αὐτοῦ ἁμαρτημάτων 2 Pt 1:9 v.l.; ἐξαλείφειν τὰ πρότερα ἁ. wipe out our former sins 2 Cl 13:1; καθαρίζεσθαι ἀπὸ τῶν ἁ. be cleansed fr. sins Hv 3, 2, 2; ποιεῖν ἁ. (Hdt. 7, 194, 2; Jdth 11:17; 13:16) 1 Cor 6:18. κρύπτειν τὸ ἁ. GJs 14:1; φανεροῦν τὸ ἁ. 16:1, 3. ἀφιέναι τινὶ τὰ ἁ. (1 Macc 13:39) forgive someone’s sins Mk 3:28; PtK 3 p. 15, 27; GJs 5:1; for this ἰᾶσθαι τὰ ἁ. (Pla., Gorg. 525b ἰάσιμα ἁμαρτήματα ἁμαρτάνειν) Hv 1, 1, 9; Hs 9, 23, 5; ποιεῖν ἴασιν τοῖς προτέροις ἁ. m 12, 6, 2; σῴζειν ἐκ τῶν ἁ. GJs 14:2. τελειοῦν τὰ ἁ. GPt 5:17=ASyn. 347, 60. ἵνα κἀκεῖνοι τελειωθῶσιν τοῖς ἁ. in order that they might be perfected in their sins = that the measure of their (i.e. the rebellious Israelites at the time of Moses) sins might be filled B 14:5. μετανοεῖν ἐπὶ τοῖς ἁ. repent of sins 1 Cl 7:7 (Wsd 12:19 ἐπὶ ἁμαρτήμασιν μετάνοια. Cp. Appian, Bell. Civ. 2, 63 §261f ἐπὶ μετάνοιαν … τὸ ἁμάρτημα). ἐφήδεσθαι τοῖς ἁ. delight in sins Dg 9:1. OHey, Philol 83, 1928, 1–17, 137–63.—DELG s.v. ἁμαρτάνω. M-M. TW. -
4 ἁμάρτημα
ἁμάρτημα, τό, Fehler, Irrthum, Vergehen, Soph. Ant. 1247; att. Prosa, ἁμαρτήματα ἁμαρτάνειν Lys. 31, 23; Plat. Gorg. 525 b; τὰ εἰς τοὺς ξένους ἁμ. Legg. V, 729 e; τὰ περὶ τὸ σῶμα ἁμ. Gorg. 479 a; Arist. Nic. 5, 8; oft Sp.
-
5 αμαρτημα
-
6 ἁμάρτημα
ἁμάρτημα, Fehler, Irrtum, Vergehen -
7 αμάρτημα
αμαρτία η κ. αμάρτημα τοгрех, прегрешение, грехопадение:τα εκούσια και ακούσια αμαρτήματα — вольные и невольные прегрешения;
ΦΡ.πληρώνω αμαρτίες — платить за грехи, страдатьσιχαίνομαι (κάπιον / κάτι) σαν τις αμαρτίες μου — гнушаться (кого-то / чего-то) как своих греховαμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία συχωρεμένη ή αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία — грех исповеданный – прощенный грехασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει — на больном и путешествующем нет греха (больные и путешествующие могут ослаблять пост)Этим.дргр. «ошибка, прегрешение, грех, проступок» < αμαρτάνω «погрешать против истины, грешить, совершать грех»* -
8 αμάρτημα
το грех, прегрешение; грехопадение;θανάσιμο — смертный грех;§ то προπατορικό αμάρτημα — первородный грех
-
9 ἀμάρτημα
ἡ ἀμαρτία / τὸ ἀμάρτημα, ατος погрешность, ошибка; проступок -
10 ἁμάρτημα
{сущ., 4}грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок.Синонимы: 51 ( ἀγνόημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία).Ссылки: Мк. 3:28; 4:12; Рим. 3:25; 1Кор. 6:18. LXX: 2403 (הָאָטּחַ), 5771 (ןוָֹע).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἁμάρτημα
-
11 αμάρτημα
{сущ., 4}грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок.Синонимы: 51 ( ἀγνόημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 2275 ( ἥττημα), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία).Ссылки: Мк. 3:28; 4:12; Рим. 3:25; 1Кор. 6:18. LXX: 2403 (הָאָטּחַ), 5771 (ןוָֹע).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αμάρτημα
-
12 ἁμάρτημα
-ατος + τό N 3 8-4-6-1-17=36 Gn 31,36; Ex 28,38; Lv 4,29; Nm 1,53; 18,23ἁμάρτημα θανάτου sin worthy of death Dt 22,26Cf. DANIEL, S. 1966 304.308-313; PASSONI DELL’ACQUA 1988 335-350; →NIDNTT; TWNT -
13 ἁμάρτημα
грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок; син. ἀγνόημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: (חַטָּאָה), (עָוֹן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁμάρτημα
-
14 ἁμάρτημα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁμάρτημα
-
15 ἁμάρτημα
-
16 αμάρτημα
[амартима] ουσ ο грех. -
17 ἁμάρτημα
A failure, fault, S.Ant. 1261 (lyr.); freq. in [dialect] Att. Prose, Antipho 3.3.8, Th.2.65, etc.; midway between ἀδίκημα and ἀτύχημα, Arist.EN 1135b18, Rh. 1374b7; sinful action, opp. κατόρθωμα, Zeno Stoic.1.54, cf. PTeb.5.3, etc.;τὸ περὶ τὴν τέχνην λεγόμενον ἁ. Pl.Plt. 296b
, cf.Ap. 22d; ;περὶ τὸ σῶμα Id.Grg. 479a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμάρτημα
-
18 δι-αμάρτημα
δι-αμάρτημα, τό, Fehler, Arist. poet. 25.
-
19 αμαρτήματ'
ἁμαρτήματα, ἁμάρτημαfailure: neut nom /voc /acc plἁμαρτήματι, ἁμάρτημαfailure: neut dat sgἁμαρτήματε, ἁμάρτημαfailure: neut nom /voc /acc dual -
20 ἁμαρτήματ'
ἁμαρτήματα, ἁμάρτημαfailure: neut nom /voc /acc plἁμαρτήματι, ἁμάρτημαfailure: neut dat sgἁμαρτήματε, ἁμάρτημαfailure: neut nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
ἁμάρτημα — failure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάρτημα — το (Α ἁμάρτημα) [ἁμαρτάνω] παράβαση τού θείου νόμου, τών εντολών τής θρησκείας και τών διατάξεων τής Εκκλησίας μσν. 1. παρανομία, αδίκημα 2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να... αρχ. 1. σφάλμα, αποτυχία 2.… … Dictionary of Greek
αμάρτημα — το, ατος σφάλμα, παράπτωμα: Το αμάρτημά του είναι ότι του είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπατορικό αμάρτημα — Έτσι χαρακτηρίζεται από την εβραϊκή και από τη χριστιανική θρησκεία η παράβαση του θελήματος του Θεού από τους πρωτοπλάστους. Η παράβαση εκείνη είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθούν, κατά την Παλαιά Διαθήκη, οι πρωτόπλαστοι από τον παράδεισο και να … Dictionary of Greek
ἁμάρτημ' — ἁμάρτημα , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc sg ἁ̱μάρτημαι , ἁμαρτέω attend perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτημάτων — ἁμάρτημα failure neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτήμασι — ἁμάρτημα failure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτήμασιν — ἁμάρτημα failure neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτήματα — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτήματι — ἁμάρτημα failure neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτήματος — ἁμάρτημα failure neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)