-
1 ήττημα
-
2 ἥττημα
-
3 ἥττημα
-
4 ἥττημα
ἥττημα, ατος, τό (s. prec. entry) (Is 31:8) loss Ro 11:12. ὅλως ἥτ. ὑμῖν ἐστιν it is an utter loss for you 1 Cor 6:7 (Field, Notes 160f).—M-M. -
5 ἥττημα
{сущ., 2}оскудение, упадок, понижение.Синонимы: 51 ( ἀγνόημα), 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία).Ссылки: Рим. 11:12; 1Кор. 6:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἥττημα
-
6 ήττημα
{сущ., 2}оскудение, упадок, понижение.Синонимы: 51 ( ἀγνόημα), 265 ( ἁμάρτημα), 266 ( ἁμαρτία), 458 ( ἀνομία), 3847 ( παράβασις), 3876 ( παρακοή), 3892 ( παρανομία).Ссылки: Рим. 11:12; 1Кор. 6:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ήττημα
-
7 ἥττημα
оскудение, упадок, понижение; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, παράβασις, παρακοή, παρανομία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἥττημα
-
8 ἥττημα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἥττημα
-
9 ἥττημα
-ατος + τό N 3 0-0-1-0-0=1Is 31,8overthrow, complete defeat, discomfitureCf. WALTERS 1973, 256 -
10 ὅλως
ὅλως adv. of ὅλος (Pla.+)① a marker of highest degree on a scale of extent, completely, wholly, everywhere. ὅλως ἀκούεται it’s bandied about everywhere = it’s a matter of general knowledge, it’s the talk of the town 1 Cor 5:1 (cp. AFridrichsen, Symb Osl 13, ’34, 43f: ‘to say it at once’; Diod S 13, 16, 2 ‘continually’, ‘again and again’; Ps.-Demetr., El. c. 175; 199 R. ὅλως=‘regularly’, ‘generally’, ‘everywhere’ and can be parallel w. παντοδαποῦ; difft., s. 2 below); ἤδη οὖν ὅλως ἥττημα believe me, it’s an utter disaster 6:7 (REB: Indeed, you suffer defeat; difft., s. 2 below). Rather oft. w. a neg. not at all (X., Mem. 1, 2, 35; Dio Chrys. 53 [70], 5; 8; Philostrat., Vi. Apoll. 1, 39 p. 41, 9; Philo, Op. M. 170, Praem. 40; Jos., Vi. 221, Ant. 8, 241; TestJud 16:3; Ar. 11, 7; Just., A I, 16, 5; 43, 2 al.; Ath. 1, 2; 4, 1) μὴ ὅλ. Mt 5:34.—1 Cor 15:29; Hv 4, 1, 9; m 4, 2, 1 al. totally, altogether κατέλιπον ὁδὸν τοῦ θεοῦ they have totally abandoned God’s way ApcPt Bodl.② pert. to being really so, with implication of being generally known, actually, in fact (POxy 1676, 31 [III A.D.] καλῶς ποιήσεις ἐλθούσα … πρὸς ἡμᾶς ἵνα ὅ. ἴδωμέν σε=you will do us a favor by coming to us … so that we actually get to see you) ὅλως ἀκούεται it is actually reported (NRSV) 1 Cor 5:1. ὅλως ἥττημα already a defeat (NRSV) 6:7. For a difft. interp. of these passages s. 1 above.—M-M. -
11 ἥσσημα
-
12 ησσημα
-
13 ἀγνόημα
грех по неведению, заблуждение; син. ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: (מִשְׂגֶּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγνόημα
-
14 ἁμάρτημα
грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок; син. ἀγνόημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, παρανομία; LXX: (חַטָּאָה), (עָוֹן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁμάρτημα
-
15 ἁμαρτία
грех, прегрешение, преступление, провинность, проступок, греховность; а также употр. о жертве за грех Лев 4:(LXX) и возм. в 2Кор 5:21; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, (παρανομία); LXX: (חַטָּאָה), а также (עָוֹן), (פֶּשַׂע).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁμαρτία
-
16 ἀνομία
беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή, (παρανομία); LXX: (עָוֹן), (פֶּשַׂע), (תּוֹעבָה), (רשַׂע).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνομία
-
17 παράβασις
преступление, нарушение (закона), проступок; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παρακοή, παρανομία.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παράβασις
-
18 παρακοή
непослушание; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, (παρανομία).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρακοή
-
19 παρανομία
преступление закона, беззаконие; син. ἀγνόημα, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἀνομία, ἥττημα, παράβασις, παρακοή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρανομία
-
20 ηττήματα
См. также в других словарях:
ήττημα — ἥττημα, το (Α) [ηττώμαι] 1. ήττα 2. απώλεια … Dictionary of Greek
ἥττημα — discomfiture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡττήματα — ἥττημα discomfiture neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡττήματι — ἥττημα discomfiture neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡττήματος — ἥττημα discomfiture neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσσημα — ἥσσημα, τό (Α) βλ. ἥττημα … Dictionary of Greek
ήττησις — ἥττησις, ή (Α) [ηττώμαι] ήττημα, ήττα … Dictionary of Greek
ηττηματικός — ἡττηματικός, ή, όν (Μ) [ήττημα] ήσσων, κατώτερος στο είδος του … Dictionary of Greek
ՅԱՂԹԱՀԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0316 Chronological Sequence: 6c, 12c գ. ἤττημα superatio. Յաղթահարիլն. պարտութիւն. նկուն լինելն. յաղթահարանք. վնաս. *Այս ժամանակ ոչ էր ʼի ժամանակի իւրոյ յաղթահարութեանն վրէժ առնուլ ʼի յաղթողէն: Առաքինութեանն նախատանք (չ)են… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՊԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0644 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. ἤττημα, ἦττα, ἦσσα adversum praelium, clades. Պարտիլն. յաղթիլն. վանումն. ... *Պարտութիւն նոցա՝ մեծութիւն հեթանոսաց. Հռ. ՟Ծ՟Ա. 12: Պարտիլն ինքեան յինքենէ՝ յամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԱՏԹԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0788 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c գ. ἑλάσσωμα diminutio, damnum ἤττημα defectus, delictum. Յոռութիւն. անպիտանութիւն. տկարութիւն. կորանք. անարգութիւն. յետնութիւն. վատութիւն, չարութիւն. պակասութիւն. *Եւ արդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)