Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

let's+do+something+else

  • 1 ὑπόκειμαι

    ὑπόκειμαι, used as [voice] Pass. of ὑποτίθημι, [tense] fut. ὑποκείσομαι Pi.O.1.85, etc., but [tense] aor. ὑπετέθην:—
    A lie under,

    ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Il.21.364

    ;

    θεμέλιοι ὑ. Th.1.93

    ;

    τὸν μηρὸν ὑποκείμενον ἔχειν Arist.IA 712b32

    , cf. PA 686a13, 689b18: c. dat.,

    τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείαις Pl.Plt. 301e

    : τὰ ὑποκείμενα, opp. τὰ ὑπερκείμενα, Sor.1.8.
    2 of places, lie close to,

    ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isoc. 4.108

    ;

    ὑ. τὸ πεδίον τῷ ἱερῷ Aeschin.3.118

    ;

    λόφος ὑποκείμενος τοῖς Σιννάκοις Plu.Crass.29

    ;

    τὸ τὴν οἰκουμένην ὑποκεῖσθαι πρὸς τοῦτον τὸν τόπον Arist.Mete. 364a7

    , cf.Pr. 941b39;

    <τὰ> πρὸς βορρᾶν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ὀρέων Gp.2.5.1

    ; τὰ ὑποκείμενα ἐδάφη the adjacent soil, D.S.3.50; ἡ-κειμένη χώρα the adjacent country, ibid. (but, the adjacent low lands, Id.2.37, Plu.Sert.17);

    ὄρος ὑπόκειται Plb.5.59.4

    codd. ( ἐπίκ- Schweigh.);

    ὁ ὑποκείμενος ποταμός Id.3.74.2

    ; ὑποκεῖσθαι πρὸς τὴν ο?ὑπόκειμαιXψιν to be presented to the sight, Demetr.Lac.Herc.1013.17.
    3 to be given below in the text,

    κατὰ τὴν.. συγγραφήν, ἧς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται PCair.Zen.355.122

    (iii B. C.); γράψον.. τοὺς χαρακτῆρας ὡς ὑπόκειται as below, PMag.Par.1.408; λέγε τὸν λόγον τὸν ὑποκείμενον ib.230; ὡς ὑπόκειται as below, Sammelb.5231.11 (i A. D.), etc.; also, as set forth, PKlein.Form.78 (v/vi A. D.).
    II in various metaph. senses,
    1 to be established, set before one (by oneself or another) as an aim or principle, ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται shall be my appointed task, Pi. l. c.; δυοῖν ὑποκειμένοιν ὀνομάτοιν two phrases being prescribed, having legal sanction, D.23.36; ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος the prescribed course is.., ib.71; μένειν ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων to abide by one's resolves, Plb.1.19.6, 2.51.1;

    μένειν ἐπὶ τῆς ὑ. γνώμης Id.1.40.5

    ; ἐμοὶ ὑπόκειται ὅτι .. for me it is a fixed principle that.., Hdt.2.123, cf. Arist.Oec. 1343b9;

    νομίζω συμφέρειν.. τοῦθ' ὑποκεῖσθαι D.14.3

    ; τῶν πραγμάτων ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει things of which the principles differ in kind, Arist.Pol. 1275a35; τὰς ὑποκειμένας μοίρας τξ the conventional 3600, Ptol.Alm.5.1.
    2 to be assumed as a hypothesis (cf.

    ὑπόθεσις 111

    ), Pl.Cra. 436d, al.; ὑπέκειτο μὴ οἷόν τε εἶναι .. Id.Erx. 404b;

    τούτων ὑποκειμένων Id.Prt. 359a

    , R. 478e; τὴν ἐκ τῶν -κειμένων ἀρίστην [πολιτείαν] the best (possible) in the circumstances, opp. to τὴν κρατίστην ἁπλῶς and to τὴν ἐξ ὑποθέσεως, Arist. Pol. 1288b26;

    ὑποκείσθω τι

    let it be taken for granted,

    Id.EN 1103b32

    , cf. 1129a11, al., Gal.15.175; ὑποκείσθω ὅτι .. let it be taken for granted that.., Arist.Pol. 1323b40;

    ὑ. εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησιν Id.Rh. 1369b33

    : so with a nom., ὑ. ἡ ἀρετὴ εἶναι .. Id.EN 1104b27, cf. Rh. 1357a11: c. part.,

    τοιόνδε ζῷον ὑ. ὄν Id.GA 778b17

    : without any Verb, ἡ τοῦ δέρματος φύσις ὑ. γεώδης (sc. εἶναι or οὖσα) ib. 782a29, etc.: cf. ὑποτίθημι IV. 1.
    4 to be in prospect,

    ἐλπὶς ὑπόκειται σφαλεῖσι κἂν αὐτοὺς διασῴζεσθαι Th.3.84

    ;

    αἱ ὑποκείμεναι προσδοκίαι καὶ αἱ ἐλπίδες D.19.24

    ; παρ' ὑμῖν ὀργὴ μεγάλη καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι is reserved for them, Id.34.19, cf. Lycurg.130; δυοῖν κινδύνοιν -κειμένοιν ibid.;

    ὁρᾶν τὸν θάνατον ὑποκείμενον PPetr.3p.73

    (iii B. C.);

    φόβου ὑποκειμένου ὅτι οἴσει τι βέβαιον παρὰ σοῦ PSI4.380.3

    (iii B. C.);

    τοῦτο καὶ τοῖς μηθὲν ἀσεβὲς ἐπιτελεσαμένοις κατὰ τοὺς τοῦ πολέμου νόμους ὑπόκειται παθεῖν Plb.2.58.10

    .
    5 to be subject to, submit to,

    τῷ ἄρχοντι Pl.Grg. 510c

    ;

    βασιλεῖ Philostr. VA3.20

    ;

    πατράσιν POxy. 237 vii 16

    (ii A. D.);

    ἐξετάσεσιν PFlor.33.14

    (iv A. D.);

    βασάνοις POxy.58.25

    (iii A. D.): abs., pay court to one,

    ὑποκείσονται δεόμενοι καὶ τιμῶντες Pl.R. 494c

    ; τῷ λόγῳ to be captivated by the story, Philostr.VA6.14;

    θρῆνοι -κείμενοι

    subdued,

    Id.VS2.4.2

    .
    6 to be subject to, liable to a penalty, Supp.Epigr.6.424, cf. 415,421, al. ([place name] Iconium), PLond.1.77.53 (vi A. D.): also c. acc.,

    ὑποκείσεται τῷ φίσκῳ δηνάρια πεντακόσια Rev.Phil.36.61

    ([place name] Iconium).
    7 to be pledged or mortgaged, c. gen., for a certain sum, Is.6.33, D.49.11,35;

    ναῦς ὑποκειμένη ἡμῖν Id.56.4

    ; τὰ ὑποκείμενα the articles pledged, Syngr. ap.D.35.12; the mortgaged property, SIG1044.28 (Halic., iv/iii B. C.);

    ἐνέχυρα-κείμενα IG12(7).58

    ([place name] Amorgos); ὑποκείμενοι, of slaves pledged for a sum of money, D.27.9.
    b of payments, to have been granted or allocated, ἀποφαίνουσιν ὑποκεῖσθαι ἐν τῇ γραφῇ τῶν εἰς τὰ ἱερὰ (sc. ὑποκειμένων)

    δίδοσθαι κτλ. UPZ21.4

    (ii B. C.), cf. 23.21 (ii B. C.), BGU 1197.4, 1200.28 (both i B. C.): Subst. ὑποκείμενα, τά, = φιλάνθρωπα, salary ( ear-marked proceeds of taxes),

    τὰ ἐπιβάλλοντά μοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὑ. PLond.2.357.9

    , cf. 5 (i A. D.);

    ὑ. αἰτεῖ ἀπὸ τῶν κωμῶν BGU23.12

    (ii/iii A. D.), cf. OGI665.19,26 (Egypt, i A. D.): c. dat., as part of name of specific taxes,

    ὑ. βασιλικῇ γραμματείᾳ

    ear-marked for the benefit of..,

    PPar.17.22

    (ii A. D.);

    ὑ. τοπογραμματείᾳ PSI1.101.18

    (ii A. D.), cf. POxy.1436.23 (ii A. D.), etc.: also in sg.,

    ὑποκείμενον ἐπιστρατηγία BGU 199.14

    (ii A. D.), cf. PFlor.375.22 (ii A. D.), etc.: also c. gen.,

    ὑ. ἐννομίου PRyl.213.72

    , al. (ii A. D.); τοπαρχίας ib.73, etc.
    8 in Philosophy, to underlie, as the foundation in which something else inheres, to be implied or presupposed by something else,

    ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων.. ὑ. τις ἴδιος οὐσία Pl.Prt. 349b

    , cf. Cra. 422d, R. 581c, Ti.Locr.97e: τὸ ὑποκείμενον has three main applications: (1) to the matter which underlies the form, opp. εἶδος, ἐντελέχεια, Arist.Metaph. 983a30; (2) to the substance (matter + form) which underlies the accidents, opp. πάθη, συμβεβηκότα, Id.Cat. 1a20,27, Metaph. 1037b16, 983b16; (3) to the logical subject to which attributes are ascribed, opp. τὸ κατηγορούμενον, Id.Cat. 1b10,21, Ph. 189a31: applications (1 ) and (2 ) are distinguished in Id.Metaph. 1038b5, 1029a1-5, 1042a26-31: τὸ ὑ. is occasionally used of what underlies or is presupposed in some other way, e. g. of the positive termini presupposed by change, Id.Ph. 225a3-7.
    b exist, τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον the external reality, Stoic.2.48, cf. Epicur.Ep.1pp.12,24 U.;

    φῶς εἶναι τὸ χρῶμα τοῖς ὑ. ἐπιπῖπτον Aristarch.

    Sam. ap. Placit.1.15.5;

    τὸ κρῖνον τί τε φαίνεται μόνον καὶ τί σὺν τῷ φαίνεσθαι ἔτι καὶ κατ' ἀλήθειαν ὑπόκειται S.E.M.7.143

    , cf. 83,90,91, 10.240; = ὑπάρχω, τὰ ὑποκείμενα πράγματα the existing state of affairs, Plb.11.28.2, cf. 11.29.1, 15.8.11,13, 3.31.6, Eun.VSp.474 B.;

    Τίτος ἐξ ὑποκειμένων ἐνίκα, χρώμενος ὁπλις μοῖς καὶ τάξεσιν αἷς παρέλαβε Plu.Comp.Phil.Flam.2

    ;

    τῆς αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης Id.2.336b

    ;

    ἐχομένου τοῦ προσιόντος λόγου ὡς πρὸς τὸν ὑποκείμενον A.D.Synt.122.17

    .
    c ὁ ὑ. ἐνιαυτός the year in question, D.S.11.75; οἱ ὑ. καιροί the time in question, Id.16.40, Plb.2.63.6, cf. Plu.Comp.Sol.Publ.4; τοῦ ὑ. μηνός the current month, PTeb.14.14 (ii B. C.), al.; ἐκ τοῦ ὑ. φόρου in return for a reduction from the said rent, PCair.Zen.649.18 (iii B. C.); πρὸς τὸ ὑ. νόει according to the context, Gp.6.11.7.
    9 in logical arrangement, to be subject or subordinate,

    τῇ.. ἰατρικῇ.. ἡ ὀψοποιικὴ.. ὑ. Pl. Grg. 465b

    ;

    ὁ τὴν καθόλου ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑποκείμενα Arist.Metaph. 982a23

    , cf. APo. 91a11;

    ἑκάστη [τέχνη] περὶ τὸ αὐτῇ ὑ. ἐστι διδασκαλική Id.Rh. 1355b28

    .
    b ἡ ὑ. ὕλη the subject-matter of a science or treatise, Id.EN 1094b12, 1098a28, Phld.Po.Herc.1676.3 (pl.); τὸ ὑ. the part affected by a disease, Plb.1.81.6.
    III trans., = ὑποτέθειμαι, I have appended,

    ὧν τὸ καθ' ἓν ὑπόκειμαι PTeb. 140

    (i B. C.); cf. παράκειμαι ([place name] Addenda).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόκειμαι

  • 2 παρέκ

    πᾰρέκ (on the accent, v. infr.), before a vowel [full] πᾰρέξ (also before a conson., Od.12.276, SIG4.6(Cyzicus, vi B.C.), Pl.Epin. 976d, UPZ 81 iii 20 (ii B. C.), etc., and always in Hdt., LXX (Jd.8.26, al.), and J. (AJ7.1.3, al.)): ([etym.] παρά, ἐκ):
    A as Prep.,
    1 c. gen. loci, outside, before,

    νῆσος.. π. λιμένος τετάνυσται Od.9.116

    ; παρὲξ ὁδοῦ out of the road, Il.10.349.
    2 besides, except, SIGl.c., etc.;

    οὐδὲν ἔστιν ἄλλο π. τοῦ ἐόντος Parm.8.37

    ;

    πάρεξ τοῦ ἀργύρου χρυσὸν.. ἀνέθηκε Hdt.1.14

    , cf. 93, 192;

    πάρεξ ὀστέου καὶ νεύρου Hp.Alim.51

    ; ἑτέραν [ἐπιστήμην] πάρεξ τῶν εἰρημένων εὑρεῖν Pl.l.c., cf. Epicur.Nat. 14G.;

    μηδὲν ἰδιοπραγεῖν πάρεξ τῶν προσταττομένων Plb.8.26.9

    .
    3 οἰωνοῖο π. contrary to the omen, A.R.2.344; π. οὗ πατρός against the wish of.., Id.3.743.
    II c. acc., along the side of, along,

    παρὲξ ἅλα φῦκος ἔχευεν Il.9.7

    ;

    παρὲκ μίτον 23.762

    ; παρὲξ τὴν νῆσον past, clear of the island, Od.12.276; παρὲξ περιμήκεα δοῦρα alongside of.., ib. 443; παρὲξ.. νῆα past it, 15.199;

    παρὲκ μέγα τειχίον 16.165

    , 343 ;

    σῆμα παρὲξ Ἴλοιο Il.24.349

    ; παρὲκ νόον aside from sense and reason, 10.391 (v.

    παρεξάγω 11

    ); foolishly, 20.133; παρὲξ ὀλίγον θανάτοιο within a little of death, A.R.2.1113.
    3 contrary to,

    νόον τινός A.R.1.130

    ; π. Διὸς βουλήν ib. 1315;

    π. ἐμὰ θέσφατα βῆναι Id.2.341

    .
    4 beside,

    πολίσματα π. αὐτὰς Πάτρας ἄλλα Paus.7.18.6

    .
    5 except, Supp. Epigr.2.710.3 (Pednelissus, i B. C.).
    B as Adv.,
    4 excepting, Μῆδοι.. ἄρξαντες τῆς Ἀσίης ἐπ' ἔτεα τριήκοντα καὶ ἑκατὸν δυῶν δέοντα πάρεξ ἢ ὅσον οἱ Σκύθαι ἦρχον except so long as.. (i.e. including that period), Hdt.1.130 (but Δωριεῖ π. ἢ Ὀλυμπίασιν Ἰσθμίων μὲν γεγόνασιν ὀκτὼ νῖκαι besides, exclusive of.., prob. in Paus.6.7.4): abs., besides,

    ταῦτα π. δὲ μηδέν Plb.3.23.3

    . (Acc. to Hdn.Gr.2.63, 931, παρέξ is correct in Hom., πάρεξ in Hdt., as in codd., cf. EM652.39, Eust.732.40.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέκ

  • 3 ἀφίημι

    ἀφίημι (Hom.+) pres. act. ind. 2 sg. ἀφεῖς (Rob. 315; W-S. §14, 16; M-M.) and ἀφίεις (ApcSed 12:4 p. 135, 14 Ja.), 3 sg. ἀφίησιν (TestSim 3:2) and ἀφίει (TestJud 18:3); 1 pl. ἀφίομεν (ἀφίεμεν v.l.; B-D-F §94, 3) Lk 11:4; 3 pl. ἀφίουσιν Rv 11:9. Impf. 2 sg. ἠφίεις Sus 53 LXX, 3 sg. ἤφιε (B-D-F §69, 1); ptc. ἀφίοντες Hs 8, 6, 5. Fut. ἀφήσω. 1 aor. ἀφῆκα, 2 sg. ἀφῆκες Rv 2:4 (W-H.; B-D-F §83, 2); impv. ἄφησον ApcEsdr 1:3 p. 24, 8 Tdf.; 2 aor. impv. ἄφες (as אֲפֶס in rabb.), ἄφετε; subj. ἀφῶ, 2 pl. ἀφῆτε; inf. ἀφεῖναι Mt 23:23 v.l.; Lk 5:21; ptc. ἀφείς. Mid. aor. impv. 2 sg. ἄφησαι (TestAbr A 20 p. 102, 29 [Stone p. 52]). Pass.: pres. ἀφίεμαι, 3 pl. ἀφίονται Mt 9:2 D; fut. ἀφεθήσομαι; 1 aor. ἀφέθην, 3 sg. ἀφείθη Just. D. 141, 3; pf. 3 pl. ἀφέωνται Mt 9:2 v.l.; Mk 2:5 v.l.; Lk 5:20, 23; 7:48; J 20:23; 1J 2:12 (B-D-F §97, 3); impv. 3 sg. ἀφείσθω Ath. 2:4. Gener., to cause someone or someth. to undergo separation.
    to dismiss or release someone or someth. from a place or one’s presence
    w. personal obj. let go, send away (X., Cyr. 1, 2, 8; Polyb. 33, 1, 6; Tob 10:5; Sir 27:19; Jos., Ant. 16, 135 τ. ἐκκλησίαν) crowds Mt 13:36; Mk 4:36; 8:13 (mng. 3a is also prob.).
    w. impers. obj. give up, emit obj. τὸ πνεῦμα give up one’s spirit Mt 27:50 (cp. ἀ. τ. ψυχήν Hdt. 4, 190 and oft. in Gk. lit.; Gen 35:18; 1 Esdr 4:21; Jos., Ant. 1, 218; 14, 369 al.). φωνὴν μεγάλην utter a loud cry Mk 15:37 (φων. ἀ. Hdt. et al.; Appian, Bell. Civ. 3, 68 §279; Epict. 2, 22, 12 al.; Gen 45:2; Philo, Sacr. Abel. 34; Jos., Bell. 4, 170, Ant. 8, 325, Vi. 158).
    in a legal sense divorce γυναῖκα (Hdt. 5, 39) 1 Cor 7:11ff.—Lit.—LEpstein, Marriage Law in the Bible and the Talmud ’42; MHumbert, Le remariage à Rome ’72; CPréaux, in La Femme I, ’79, 161–65 [Hellen. period]; JMurphy-O’Connor, JBL 100, ’81, ’601–6; JMoiser, JSNT 18, ’83, 103–22.
    to release from legal or moral obligation or consequence, cancel, remit, pardon τὸ δάνειον the loan Mt 18:27 (OGI 90, 12; PGrenf I, 26, 9; Dt 15:2). ὀφειλήν a debt vs. 32 (cp. 1 Macc 15:8 πᾶν ὀφείλημα βασιλικὸν ἀ.). Also of remission of the guilt (debt) of sin (Hdt. 6, 30 ἀπῆκέ τʼ ἂν αὐτῷ τὴν αἰτίην; 8, 140, 2; Lysias 20, 34 ἀφιέντας τ. τῶν πατέρων ἁμαρτίας; Herodas 5, 26 ἄφες μοι τὴν ἁμαρτίην ταύτην; 38, 72f; 1 Macc 13:39.—In another construction Diod S 9, 31, 4 Κῦρος αὐτὸν ἀφίησι τῶν ἁμαρτημάτων=absolves him of his misdeeds), in OT and NT predom. in sense of divine forgiveness. W. dat. of pers. and acc. of thing: ὀφειλήματα remit, forgive debts (Appian, Ital. 9 §1 ἠφίει τοῖς ἑαυτοῦ χρήσταις τὰ ὀφλήματα) Mt 6:12a; cp. b (s. Sir 28:2 and ὡς 3aβ; FFensham, The Legal Background of Mt 6:12: NovT 4, ’60, 1f [Deut 15:2 LXX]; on the text FBurkitt, ‘As we have forgiven’ Mt 6:12: JTS 33, ’32, 253–55); forgive ἁμαρτίας (Ex 32:32; Num 14:19; Job 42:10 al.; Jos., Ant. 6, 92) Lk 11:4; 1J 1:9. παραπτώματα Mt 6:14f; Mk 11:25; vs. 26 v.l. Pass. (Lev 4:20; 19:22; Is 22:14; 33:24 al.) ἁμαρτίαι Lk 5:20, 23; 7:47b; 1J 2:12; 1 Cl 50:5; Hv 2, 2, 4; Hs 7:4; PtK 3 p. 15, 12; ἁμαρτήματα Mk 3:28 (s. GDalman, Jesus-Jeshua [Eng. tr. PLevertoff 1929], 195–97; JWilliams, NTS 12, ’65, 75–77); PtK 3 p. 15, 27; cp. Mt 12:31f. W. dat. of pers. only Mt 18:21, 35; Lk 17:3f; 23:34 (ELohse, Märtyrer u. Gottesknecht, Exkurs: Lk 23:34, ’55). Pass. (Lev 4:26, 31, 35; Num 15:25f al.) Lk 12:10; Js 5:15.—J 20:23b (s. JMantey, JBL 58, ’39, 243–49 and HCadbury ibid. 251–54). W. impers. obj. only Mt 9:6; Mk 2:7, 10; Lk 5:21, 24; 7:49; J 20:23. Pass. Mt 9:2, 5; Mk 2:5, 9 (s. HBranscomb, JBL 53, ’34, 53–60; B-D-F §320); Lk 7:47f. ἀνομίαι Ro 4:7; 1 Cl 50:6 (both Ps 31:1). Abs. ἀφίετε 1 Cl 13:2.
    to move away, w. implication of causing a separation, leave, depart from
    lit. of pers. or physical things as obj. (PGrenf I, 1, 16; BGU 814, 16; 18) Mt 4:11; 8:15; 26:44; Mk 1:20, 31; 12:12; Lk 4:39. The spirit left the possessed man 9:42 D; abandon (Soph., Phil. 486; Hyperid. 5, 32; X., Hell. 6, 4, 5) Mt 26:56; Mk 14:50.—W. impers. obj. (PFay 112, 13; Jer 12:7; Eccl 10:4; 1 Esdr 4:50): J 10:12; house Mk 13:34; cp. Mt 23:38; Lk 13:35 (Diod S 17, 41, 7: Apollo appears and explains that he would leave Tyre, which is doomed to destruction); Judaea J 4:3 (Jos., Ant. 2, 335 τ. Αἴγυπτον); the way Hv 3, 7, 1; everything Mt 19:27, 29; 10:28f; Lk 5:11; 18:28f.
    fig. of impers. obj. give up, abandon (Aeschyl., Prom. 317 ὀργάς; Arrian, Anab. 1, 10, 6; Jos., Ant. 9, 264 ἀ. τ. ἄρτι βίον) τὴν πρώτην ἀγάπην Rv 2:4; τ. φυσικὴν χρῆσιν Ro 1:27; leave (behind) to go on to someth. else (in orators; Plut., Mor. 793a; Epict. 4, 1, 15 al.) τὸν τῆς ἀρχῆς τοῦ Χρ. λόγον Hb 6:1; neglect (Diod S 1, 39, 11; POxy 1067, 5) also omit (Diod S 8, 12, 11) τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου what is more important in the law Mt 23:23; τὴν ἐντολήν Mk 7:8 (Hyperid. 5, 22 νόμον).
    to have someth. continue or remain in a place. Leave standing/lying (without concerning oneself further about it as, in a way, Diod S 5, 35, 3 a fire without putting it out) αὐτόν Mt 22:22; τὰ δίκτυα 4:20; Mk 1:18; ἐκεῖ τὸ δῶρον Mt 5:24; cp. 18:12; J 4:28; ἡμιθανῆ half dead Lk 10:30 (cp. Jdth 6:13).— Leave (behind) w. pers. obj. (2 Km 15:16; 3 Km 19:3; Tob 11:2) as orphans J 14:18 (Epict. 3, 24, 14; Jos., Ant. 12, 387). τινὰ μόνον 8:29; 16:32.—τινί τι ἀ. let someone have someth. (cp. Jos., Ant. 7, 274 τ. υἱὸν ἄφες μοι) Mt 5:40. W. acc. only τέκνον, σπέρμα Mk 12:19ff; vs. 21 v.l. τινί τι leave, give (Eccl 2:18; Ps 16:14); Mt 22:25; εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν I leave you peace (cp. Diod S 25, 16 τὸν πόλεμον ἀφίημι=I leave [you] war) J 14:27; leave (over, remaining) (Da 4:15) Hb 2:8.—Pass. be left, remain (Da 4:26) οὐ μὴ ἀφεθῇ λίθος ἐπὶ λίθον not a stone will be left on another Mt 24:2; Mk 13:2; cp. Lk 21:6 (on the hyperbole cp. Reader, Polemo p. 338).
    to convey a sense of distancing through an allowable margin of freedom, leave it to someone to do something, let, let go, allow, tolerate
    w. acc. (Arrian, Anab. 1, 25, 2; Himerius, Or. [Ecl.] 4, 1; 4 Km 4:27; PsSol 17:9) Mt 15:14; Mk 5:19; 11:6; 14:6; Lk 13:8; Ac 5:38. ἀφεῖς τ. γυναῖκα Ἰεζάβελ you tolerate the woman Jezebel Rv 2:20. ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτως if we let him go on like this (i.e. doing miracles) J 11:48.—Related types of usage allow, let, permit, leave w. double acc. οὐκ ἀμάρτυρον αὐτὸν ἀφῆκεν God has not left himself without a witness Ac 14:17 (cp. Soph., Oed. Col. 1279 ἀ. τινὰ ἄτιμον; PFay 112, 13; POxy 494, 5f ἐλεύθερα ἀφίημι δοῦλά μου σώματα; 1 Macc 1:48). W. acc. and inf. (BGU 23, 7; POxy 121, 15; Ex 12:23; Num 22:13; PsSol 17:27) Mt 8:22; 13:30; 19:14; 23:13; Mk 1:34; 7:12, 27; 10:14; Lk 8:51; 9:60; 12:39; 18:16; J 11:44; 18:8; Rv 11:9; Hv 1, 3, 1; 3, 1, 8; Hs 9, 11, 6. W. ἵνα foll. Mk 11:16.
    The imperatives ἄφες, ἄφετε are used w. the subjunctive esp. in the first pers. (this is the source of Mod. Gk. ἄς; B-D-F §364, 1 and 2; Rob. 931f) ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος let me take out the speck Mt 7:4; Lk 6:42 (cp. Epict. 4, 1, 132 ἄφες σκέψωμαι; POxy 413, 184 [II 1d] ἄφες ἐγὼ αὐτὸν θρηνήσω). ἄφες (ἄφετε) ἴδωμεν let us see Mt 27:49; Mk 15:36 (cp. Epict. 3, 12, 15 ἄφες ἴδω). It is also used w. the third pers. (Epict. 1, 15, 7 ἄφες ἀνθήσῃ). And w. ἵνα in a colloquially expressed sentence ἄφες αὐτήν, ἵνα τηρήσῃ αὐτό let her be, so that she can keep it for the day of my burial J 12:7. (The usage Epict. 4, 13, 19 ἄφες οὖν, ἵνα κἀγὼ ταὐτὰ ὑπολάβω is not strictly parallel, for the impv. is not followed by a pronoun. The rendering let her keep it [s. Mlt. 175f] treats ἄφες as an auxiliary. NRSV’s addition, ‘She bought it’, is unnecessary.) The second pers. is rare ἄφες ἴδῃς Hs 8, 1, 4 acc. to PMich. Abs. let it be so, let it go (Chariton 4, 3, 6) Mt 3:15; GEb 18, 40 (w. ὅτι foll.=‘for’).—B. 768; 839; 1174. DELG s.v. ἵημι. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀφίημι

  • 4 γάρ

    γάρ particle, always in second or third position.
    1 not joined with other particles.
    a gives reason for what precedes.

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά. μείων γὰρ αἰτία O. 1.35

    λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν. ἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19

    (If a man had the qualities I describe, he would be celebrated.) ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (but cf. h infra) O. 6.8

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα,. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός O. 6.90

    ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (sc. in Aigina). ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ δυσπαλές because Aigina is a great commercial stateand is bound to reverence the rule of righteous dealing, Sandys O. 8.23

    πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο· πρόσθε γὰρ νώνυμνος O. 10.50

    Ἱμέραν εὐρυσθενἔ ἀμφιπόλει, σώτειρα Τύχα. τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαὶ νᾶες (cf. f infra) O. 12.3 ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον· ἐοικότα γὰρ καὶ

    τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.34

    ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν. εἶδον γὰρ Ἀρχίλοχον P. 2.54

    ἱκόμαν οἴκαδ'. πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἁμετέρων ἀποσυλᾶσαι βιαίως ἀρχεδικᾶν τοκέωνP. 4.109 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνον γε πράξασθαι πόνον. κεῖτο γὰρ ( δέρμα sc.)

    λόχμᾳ P. 4.244

    μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν· ὥρα γὰρ συνάπτει P. 4.247

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν, δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μεκροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.52

    ἵκετ' ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς· τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ ὁμῶς N. 1.53

    ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς. εἶδε γὰρ N. 1.56

    ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν· ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ μελιγαρύων τέκτονες κώμων νεανίαι N. 3.3

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός· ἄπορα γὰρ λόγον Αἰκακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα· παροιχομένων γὰρ ἀνέρων N. 6.29

    ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν. πολλὰ γὰρ πολλᾷ λέλεκται, νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε. τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ ἀναβαίνων αὐδὰν μανύει N. 9.4

    ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες· δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45

    οἱ μὲν πάλαι ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους · ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής τω τότ' ἦν I. 2.6

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος· ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας I. 4.2

    δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων. τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί I. 4.30

    προφρόνων Μοισᾶν τύχομεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ. τόλμα γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.45

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς· Φυλακίδᾳ γὰρ ἧλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57

    κώμαζ' ἔπειτεν Στρεψιάδᾳ· φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21

    ἄλοχον

    εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν. ἔρως γὰρ ἔχεν I. 8.29

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει· ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον ὑπὸ χειᾷ καλῶν δάμασεν I. 8.70

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ. ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων Pae. 6.7

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ. θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62

    πιστὰ δ Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι. τίμαθεν γὰρ (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2.. ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις. πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν *fr. 104b. 5.* πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει fr. 121. 3.
    b gives an explanation of what precedes. αἴτει πανδόκῳ ἄλσει σκιαρόν τε φύτευμα. ἤδη γὰρ αὐτῷ ἀντέφλεξε Μήνα i. e. for by now all else was ready O. 3.19

    νίσεται σὺν παισὶ Λήδας. τοῖς γὰρ ἐπέτρεπεν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

    ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα τὸν Εὐάδνα τέκοι· Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    ἄγνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν. κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61

    χαρίτων νέμομαι κᾶπον· κεῖναι γὰρ ὤπασαν τὰ τέρπν O. 9.28

    ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον. ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι i. e. since we are gifted in different directions O. 9.104

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον. ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα. γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον. ἕκαθεν γὰρ ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.7

    May my poetry be effective.

    Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.96

    τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα. Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ ἀείδων ἔμολον O. 14.17

    καιρὸν εἰ φθέγ-

    ξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων. ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82

    With the help of Artemis he mastered his horses.

    ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ τίθησι κόσμον P. 2.9

    νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων. εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου P. 2.38

    αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον· τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται ΛακεδαίμονοςP. 4.48

    Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ· μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν θεόπομποί σφισιν τιμαὶ φύτευθεν P. 4.68

    οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι. μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημP. 4.148 κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν. δίδυμαι γὰρ ἔσανP. 4.209

    ἀκηράτοις ἁνίαις. κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν P. 5.34

    ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ· ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    Ἡσυχία, τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ. τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι P. 8.6

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξει. μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦP. 8.52 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις. εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ but ultimately it is god who is responsible for good fortune P. 8.73

    Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα· γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    κώπαν σχάσον. ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ. πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    I had rather be generous to my friends than miserly. κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (but cf. Σ: ἐλπίδος ποτὲ διαπεσὼν τῆς ἴσης τύχοι ἂν ἀμοιβῆς) N. 1.32

    κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων. ποσσὶ γὰρ κράτεσκε N. 3.52

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν· πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίοις. κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης. πόλιν γὰρ φιλόμολπον οἰκεῖ N. 7.9

    εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε· ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.12

    βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί. λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν φυτεῦσαι N. 7.84

    λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν· ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24

    ἴστω λαχὼν ὄλβον. εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσωθεν N. 9.46

    ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων. νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41

    ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων. ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν I. 4.23

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.33

    Homer has perpetuated the fame of Aias.

    τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴτῃ τι I. 4.40

    We sing the praise of the victorious sons of Lampon.

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται. ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων I. 7.27

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν. δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14

    ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε· φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας I. 8.46

    ἔλαθεν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον· ὤμοσε [γὰρ θ]εὸς (supp. Housman) Πα.. 112. ἐπεύχομαι εὐμαχανίαν διδόμεν. τυφλα[ὶ γὰρ] ἀνδρῶν φρένες, ὅστις ἄνευθ' Ἐλικωνιάδων ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7 B. 18. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67. The soul survives the body. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    c introduces narrative in elaboration of what precedes.—

    δέξαιτόνδε κῶμον. ψαύμιος γὰρ ἵκει ὀχέων, ὅς O. 4.10

    ἔμαθε δὲ σαφές· εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.25

    ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος. ἐλθόντος γὰρ εὐνάσθη ξένου P. 3.25

    φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν. ἀντρόθε γὰρ νέομαιP. 4.102δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων. κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

    σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες· τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν P. 4.256

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα δικαιᾶν Δαμοφίλου πραπίδων. κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος P. 4.281

    ἔχοντι τὰν ( Κυράναν sc.)

    χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι. σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83

    Ἀντίλοχος ἀναμείναις Μέμνονα. Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32

    ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ. παλαισμάτεσσι γὰρ ἰχνεύων ματραδελφεοὺς P. 8.35

    ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ὠκύτατον γάμον. ἔστασεν γὰρ P. 9.114

    τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24

    πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν· ἀβοατὶ γὰρ ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον N. 8.9

    ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν. φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτὲ N. 9.13

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ. τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός· αὐτίκα γὰρ

    ἦλθε Λήδας παῖς N. 10.65

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ. κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι I. 1.17

    ἤρχετο μόροιο κάρυξ. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69 (43) introducing argument, proof, example: It is easy for a poet to praise a man for his labours.

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκὺς. ὃς δ ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.47

    You Graces are a source of pleasure to men.

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται. κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    cf. N. 7.24
    d after a verb of announcing or simm.

    κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν. νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν O. 10.13

    Χάριτες, κλῦτ' ἐπεὶ εὔχομαι· σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5

    κέκλυτε. φαμὶ γὰρP. 4.14 ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ. τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; P. 4.70

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν. εἰ γὰρ P. 4.263

    ἀκούσατ. ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἤ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.1

    εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις. ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου I. 6.60

    e introduces an explanation of particular words.

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι. φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν N. 4.22

    ἄπιστον ἔειπ (= ἔειπα).

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.33

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα. θνᾴσκομεν γὰρ ὁμῶς ἅπαντες. δαίμων δ' ἄισος I. 7.42

    οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ. [ γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν [[βρεϝεμαξρ] χρη]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (supp. Lobel) fr. 169. 16.
    f introduces an explanation of something not directly expressed. στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι· τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος i. e. they are unable to behave in another way for... O. 11.19 Χαρίτων μή με λίποι καθαρὸν φέγγος. Αἰγίνᾳ τε γάρ φαμι πόλιν τάνδ' εὐκλείξαι i. e. they did not leave me in the past for... P. 9.90 Zeus buried Amphiareus before Periklymenos struck him from behind. (He was in full flight.)

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    His parents' lackof ambition prevented Aristagoras competing in Ol. and Pyth. games. (I would have let him.)

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον κάλλιον ἂνδηριώντωνἐνόστησ' ἀντιπάλων N. 11.24

    They won in different events. (but not in the pentathlon)

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον I. 1.26

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν. (Melissos had to use all means possible.)

    οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49

    esp. after voc., Ζεῦ· τεαὶ γὰρ ὧραι i. e. on you I call O. 4.1 cf. O. 12.3, O. 14.5

    Φοῖβε, ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν, ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    g introduces explanation in parenthesis.

    ἀλλ' ὅμως, κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος, μὴ παρίει καλά P. 1.85

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν, μακροτέρας γὰρ ἀριθμῆσαι σχολᾶς, ὅν τε N. 10.46

    Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

    h introduces the answer to a preceding question.

    τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    cf. O. 6.8

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἑρεχθέος ἀστῶν P. 7.9

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοὶ ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3.
    i introducing a question, progressive. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20 cf. P. 4.70
    k fragg. ἐπικράνοισι γὰρ fr. 6b. d. ἀριστεύοντα γὰρ ἐν fr. 6b. e. ἦν γὰρ τὸ πάροιθε fr. 33d. 1.

    τῶν γὰρ ἀντομένων[ Pae. 2.42

    ]γὰρ ἐπῆν πόνος[ Pae. 8.88

    ]σοφίᾳ γὰρ Pae. 14.40

    ]α μὲν γὰρ εὔχομαι Pae. 16.3

    ]ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ἀιὼν γὰρ Pae. 22.8

    ]γὰρ εὔχομαι. Δ. 1. 1. ]θαμὰ γὰρ οἰκόθεν[ Δ. 4h. 11. τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι Παρθ. 1. 2. ]ι γὰρ ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. προβάτων γὰρ *fr. 104b. 1. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις fr. 105b. 1. πάντων γὰρ fr. 140a. 54 (28). ] γάρ σε fr. 140a. 60 (34). κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι fr. 143. 1. ὁ γὰρ ἔπαινος *fr. 181* ]εν γὰρ, Ἄπολλον[ fr. 215. 8. νικώμενοι γὰρ (v. l. δέ) fr. 229. ] οντι γὰρ ανα[ ?fr. 333a. 15. ] εὔφρων γὰρ[ P. Oxy. 1792. fr. 41. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442. fr. 68.
    2 εἰ γάρ if only, introducing wish. — “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρονP. 4.43 with apodosis suppressed.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46

    εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.98

    3 combined with other particles.
    a καὶ γάρ, καὶ γάρ.
    I for the fact is, emphasising the explanation.

    ταχέες ἔβαν· καὶ γὰρ ἑκὼν θυμῷ γελανεῖ θᾶσσον ἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων P. 4.181

    ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα. καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἕρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.59

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ· καὶ γὰρ βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν N. 1.67

    ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν. καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων. καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν θαυμασταὶ πέλονται I. 5.4

    ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι

    σαόφρονος. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Pae. 9.47

    καὶ γὰρ:

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    II where the καί goes closely with what follows, and is emphatic, also, even.καὶ γὰρ σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν, ἔτραπε μείλιχος ὀργὰP. 9.42

    καὶ γὰρ αὐτά, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς, ὅμως ἄμυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50

    καὶ γὰρ ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν Καλλίας N. 6.34

    καὶ γάρ:

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.56

    γ. introduces example, yes and, and further

    καὶ γὰρ Ἀλκμήνας O. 7.27

    καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης P. 1.10

    μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων. καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b introducing double reason.
    I

    τε γὰρ δέ. κακολόγοι δὲ πολῖται· ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον· ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    II

    μὲν γὰρ δέ. Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο, Πυθῶνι δ O. 2.48

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    cf. frag. Pae. 16.3
    III

    μὲν γὰρ ἀλλά. ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι. ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    c γὰρ ὦν, looking to what follows, of course, but then

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.12

    d γάρ τοι emphasising general validity of the reason.

    τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται. λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται ὁ μέγας πότμος P. 3.85

    I pray to Aiakos as I make this offering to the victors.

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    Lexicon to Pindar > γάρ

  • 5 καταφρονέω

    καταφρονέω fut. καταφρονήσω; 1 aor. κατεφρόνησα. Pass.: 1 aor. subj. 1 pl. καταφρονηθῶμεν 4 Macc 6:21 (s. next entry and φρονέω; Eur., Hdt.+).
    to look down on someone or someth. with contempt or aversion, with implication that one considers the object of little value, look down on, despise, scorn, treat with contempt τινός (X., Mem. 3, 4, 12; Menand., Fgm. 301, 10 Kö. τῶν πτωχῶν; Diod S 1, 67, 7; PMagd 8, 11; 23, 4 [221 B.C.]; Jos., Bell. 1, 633; Iren. 1, 25, 1 [Harv. I 205, 2]; Did., Gen. 45, 24) someone or someth. (opp. ἀντέχεσθαι) Mt 6:24; Lk 16:13.—Dg 2:7. ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων Mt 18:10 (difft. κ. τῶν μικρῶν [neut.]: Socrat., Ep. 29, 3); τῆς ἐκκλησίας τοῦ θεοῦ God’s congregation (in contrast to isolationism, the partaking of τὸ ἴδιον δεῖπνον) 1 Cor 11:22; doubt Hm 9:10; grief 10, 3, 1. κυριότητος 2 Pt 2:10. μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω let no one look down on you because you are young 1 Ti 4:12 (καταφρονήσας τῆς Ἀλεξάνδρου νεότητος Diod S 17, 7, 1 [Field, Notes 209]; Herodian 1, 3, 5; cp. PGen 6, 13 [146 A.D.]); cp. Tit 2:15 v.l. (for περιφρονείτω). Pass. Hm 7:2.—τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος have little regard for God’s goodness Ro 2:4 (s. Ltzm. ad loc.—Phylarchus [III B.C.]: 81 Fgm. 24 Jac. οἱ πολλοὶ κ. τοῦ θείου). Abs. (sc. αὐτῶν) 1 Ti 6:2.
    to consider something not important enough to be an object of concern when evaluated against someth. else, care nothing for, disregard, be unafraid of (Diod S 3, 50, 5; Epict. 4, 1, 70 τοῦ ἀποθανεῖν; 71; Arrian, Anab. 7, 4, 3; SIG 705, 36 [112 B.C.] καταφρονήσαντες τοῦ τῆς συγκλήτου δόγματος; EpArist 225; Joseph.) αἰσχύνης Hb 12:2 (cp. Jos., Ant. 7, 313 τ. ὀλιγότητος=their small number); death (Just., A II, 10, 8; Tat. 11, 1; Diod S 5, 29, 2 τοῦ θανάτου κ.; on the topic cp. M. Ant. 11, 3) Dg 1:1; 10:7 (opp. φοβεῖσθαι); ISm 3:2; torture MPol 2:3; cp. 11:2.—DELG s.v. φρήν. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > καταφρονέω

См. также в других словарях:

  • Something Else Press — was founded by Dick Higgins in 1963. It published many important texts and artworks by Higgins, Gertrude Stein, George Brecht, Daniel Spoerri, Bern Porter, Emmett Williams and others. The Something Else Press was an early publisher of Concrete… …   Wikipedia

  • Something Else Press — Die Something Else Press war ein von 1964 bis 1974 ursprünglich in Chelsea (Manhattan), New York beheimateter Avantgarde Verlag für Künstlerbücher, insbesondere des Fluxus. Verlagsgründer war der Künstler Dick Higgins (1938–1998).… …   Deutsch Wikipedia

  • chalk up to something else — chalk (something) up to (something else) to say that something is caused by something else. She doesn t even bother to say thank you, but I just chalk it up to bad manners and try not to let it bother me …   New idioms dictionary

  • chalk something up to something else — chalk (something) up to (something else) to say that something is caused by something else. She doesn t even bother to say thank you, but I just chalk it up to bad manners and try not to let it bother me …   New idioms dictionary

  • let — [let] verb let PTandPP letting PRESPART [transitive] PROPERTY also let out to allow someone to use a room or building in return for rent …   Financial and business terms

  • let — [[t]le̱t[/t]] ♦ lets, letting (The form let is used in the present tense and is the past tense and past participle.) 1) VERB If you let something happen, you allow it to happen without doing anything to stop or prevent it. [V n inf] People said… …   English dictionary

  • let alone — adverb much less (Freq. 3) she can t boil potatoes, let alone cook a meal • Syn: ↑not to mention * * * phrasal 1. : to say nothing of : not to mention …   Useful english dictionary

  • Let (Rave Master) — Infobox animanga character color = #1E90FF name = Let series = Rave Master caption = Let first = last = creator = Hiro Mashima voiced by = Takehiro Murozono (Japanese) Doug Stone (English) alias = age = 23 species = born = death = class = Dragon …   Wikipedia

  • Let's Go Crazy — Infobox Single Name = Let s Go Crazy Caption = U.S. 7 single Artist = Prince from Album = Purple Rain B side = Erotic City Take Me with U (UK) Released = July 18, 1984 Format = 7 single 12 single Recorded = The Warehouse, St. Louis Park, Summer… …   Wikipedia

  • Something Positive — logo, Mr. Personality. Author(s) R. K. Milholland Website http:/ …   Wikipedia

  • let's — [lets] the short form of let us , used especially to make suggestions ▪ Let s go! ▬▬▬▬▬▬▬ SUGGESTIONS Use let s to make a suggestion about something you and someone else could do together. Let s ... is a fairly firm way to suggest something, and… …   Dictionary of contemporary English

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»