Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πάρεξ

См. также в других словарях:

  • πάρεξ — και παρέξ (πρόθ.), εκτός, παρεκτός: Δεν έχω άλλο να σου πω πάρεξ αυτά που είπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρέξ — outside indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεξ — παρέξ outside indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέξ — ΜΑ, πάρεξ Ν εκτός, παρεκτός (α. «ποίος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ ὁταν ξαπλωθή;», Σολωμ. β. «παρὲξ ὁδοῡ», Ομ. Ιλ. γ. «πάρεξ τοῡ ἀργύρου χρυσόν», Ηρόδ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξ] …   Dictionary of Greek

  • παρέκ — παρέξ outside indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεκ — παρέξ outside indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέκ — και παρέξ και πάρεξ Α 1. (ως πρόθ.) 1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ. β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.) β) λίγο πιο έξω γ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα 2. (ως καταχρ.) εκτός από,… …   Dictionary of Greek

  • Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …   Wikipedia Español

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοπραγώ — ἰδιοπραγῶ, έω (Α) [ιδιοπραγία] 1. ενεργώ σύμφωνα με τη δική μου βούληση («μηδὲν ἰδιοπραγεῑν παρὲξ τῶν προσταττομένων», Πολ.) 2. φροντίζω για τις δικές μου υποθέσεις ανεξάρτητα από τους άλλους, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτε άλλο εκτός από τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»