-
21 κατ-απειλέω
κατ-απειλέω, dagegen drohen, bedrohen; ἔπη, Drohworte ausstoßen, Soph. O. C. 665; τὰ κατηπειλημένα 1149; Sp., wie Eumath., auch im med.
-
22 κατα-πεδιλόω
κατα-πεδιλόω, mit Sohlen versehen, τοὺς πόδας Eumath.
-
23 κατα-πολι-ορκέω
κατα-πολι-ορκέω, verstärktes simplex, Eumath. u. a. Sp.
-
24 κατα-πάσσω
κατα-πάσσω, att. - πάττω (s. πάσσω), bestreuen, überstreuen; πάντα ταῦτα καταπάσω βουλευματίων, ich werde Alles damit überstreuen, Ar. Equ. 99; μυῤῥίναις ὁδόν Eumath. 1; ἄλευρα καταπάσαντες Arist. H. A. 9, 40, daraufstreuen; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Ar. Nubb. 177; καταπαττόμενος ib. 261; καταπάττεσϑαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ D. Sic. 1, 91; davon κατάπαστος, bestreu't, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. u. Archestr. Ath. VI, 268 e u. VII, 321 c; στεφάνοις κατάπαστος, mit Kränzen bedeckt, Ar. Equ. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; D. Cass. 72, 17.
-
25 κατα-σταλάζω
κατα-σταλάζω (s. σταλάζω), = καταστάζω, Sp., wie Eumath.
-
26 κατα-στομόω
κατα-στομόω, scharf machen, schärfen, Eumath.
-
27 κατα-στηλο-γραφέω
κατα-στηλο-γραφέω, auf eine Säule schreiben, Eumath.
-
28 κατα-σκορπίζω
κατα-σκορπίζω, auseinanderwerfen, zerstören, Eumath. u. a. Sp.
-
29 κατα-σκῡλεύω
κατα-σκῡλεύω, erbeuten, Eumath. u. a. Sp.
-
30 κατα-τρυγάω
κατα-τρυγάω, abernten, Eumath., l. d.
-
31 κατα-τραγ-ῳδέω
κατα-τραγ-ῳδέω, auf tragische Art. pomphaft, übertrieben erzählen, schildern, Sp., bes. Eumath.; – τινός τι, gegen Einen, Achill. Tat. 8, 9.
-
32 κατα-φυτο υργέω
κατα-φυτο υργέω, hineinpflanzen, Eumath.
-
33 κατα-φοιβάζω
κατα-φοιβάζω, begeistern, Eumath.
-
34 κατα-χαριτόω
κατα-χαριτόω, verstärktes simplex, Eumath.
-
35 κατ-επι-σκήπτω
κατ-επι-σκήπτω, Einen mit Etwas beauftragen, τινί τι, Eumath.
-
36 κατ-επι-τίθημι
κατ-επι-τίθημι (s., τίϑημι), nach dazu auflegen, Eumath. – Med. angreifen, Ios.
-
37 κατ-επι-χρώννῡμι
κατ-επι-χρώννῡμι (s. χρώννυμι), überfärben, -malen, Eumath.
-
38 κατ-επ-εγείρω
κατ-επ-εγείρω (s. ἐγείρω), gegen Einen aufregen, τινός τι, Eumath.
-
39 κατ-επι-κοσμέω
κατ-επι-κοσμέω, verstärktes ἐπικοσμέω, Eumath.
-
40 κατ-επι-κλύζω
κατ-επι-κλύζω, ganz überschwemmen, Eumath.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческийeumath
Страницы