Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατ-επι-σκήπτω

См. также в других словарях:

  • κατασκήπτω — (Α) 1. (για οργή θεών ή για οιωνό ή για την τύχη κ.λπ.) εφορμώ, επιπίπτω 2. (για αιφνίδια νόσο) προσβάλλω 3. πέφτω επάνω 4. εκλιπαρώ με προσευχές ή ικεσίες 5. (για φήμη) διαδίδομαι 6. φρ. α) «κατασκηφθέντα χωρία» χωριά που χτυπήθηκαν από κεραυνό… …   Dictionary of Greek

  • κατεπισκήπτω — (Μ) παραγγέλω κάτι σε κάποιον, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι σκήπτω «ορίζω, δίνω εντολή»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»