-
1 κατα-τρυγάω
κατα-τρυγάω, abernten, Eumath., l. d.
-
2 κατατρυγάω
См. также в других словарях:
κατατρυγῶν — κατά τρυγάω gather in pres part act masc voc sg κατά τρυγάω gather in pres part act neut nom/voc/acc sg κατά τρυγάω gather in pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κατά τρυγάω gather in pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρύγετος — ἀτρύγετος, ον (Α) 1. άκαρπος, άγονος 2. ακαταπόνητος 3. λαμπρός, καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το τρύω και… … Dictionary of Greek