Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

aisusis

См. также в других словарях:

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • ais-2 —     ais 2     English meaning: to be in awe, to worship     Deutsche Übersetzung: “ehrfũrchtig sein, verehren”     Note: The Root ais 2 : “to be in awe, to worship” is a truncated root of ai ska. The formant ska is a common Germanic suffix added …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»