-
1 βούλησις
A willing, Arist.de An. 433a43;β. ἀγαθοῦ ὄρεξις Id.Top. 146b5
, cf. EN 1111b19; τῶν ἀδυνάτων, τοῦ τέλους, ib. 1111b22, 1113a15; purpose,πράσσειν β. E.HF 1305
; wish, desire, Th.3.39, Pl.Grg. 509d, etc.; βούλησιν ἐλπίζει entertains a hope and purpose, Th.6.78;κατὰ τὴν β. Pl.Cra. 420d
, al.; παρὰ τὴν β. ibid., Arist.EN 1136b24: pl., Pl.Lg. 688b, Arist.Rh. 1378b18; of the gods, Polystr. p.10 W.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούλησις
-
2 ἐμποδισμός
ἐμποδ-ισμός, ὁ,A hindering, impeding,ταῖς βουλήσεσι Arist.Rh. 1378b18
;τῶν συμπερασμάτων Id.Top. 161a15
;ἡδονῶν Secund.Sent.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμποδισμός
-
3 ἐπηρεασμός
ἐπηρε-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπηρεασμός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский