-
1 εὐγηρία
εὐγηρ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγηρία
-
2 παγκρατιαστικός
II skilled in theπαγκράτιον, ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, παλαιστικός· ὁ δ' ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ' ἀμφοτέροις τούτοις, π. Arist.Rh. 1361b26
, cf. Gal. 6.158.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκρατιαστικός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский