-
1 πρᾶσις
πρᾶσις, εως, [dialect] Ion. [full] πρῆσις, ιος, Schwyzer 688C6 (Chios, v B.C.), Hdt. (v. infr.), ἡ: ([etym.] πέρνημι):—A sale,ὠνῇ τε καὶ πρήσι χρέωνται Hdt.1.153
, cf. S.Fr. 909, Pl.Sph. 223d; ἐπὶ πρήσι for sale, Hdt.4.17;κατὰ πρᾶσιν Hermipp.63.15
;πρᾶσιν ἐποιήσατο τοῦ ἀγῶνος Aeschin.1.115
;εὑρεῖν π. Ar.Fr. 567
;π. αἰτεῖν Eup.225
: pl., Arist.Pol. 1291a5.II of legal documents, contract for farming of taxes, sale, etc., PRev.Laws 55.16 (iii B.C.), POxy.95.13 (ii A.D.), etc. -
2 ἐμπορία
A commerce (acc. to Arist.Pol. 1258b22, of three kinds, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις (qq. vv.)), mostly used of commerce or trade by sea (cf. ), Hes.Op. 646, Thgn. 1166, Simon.127, etc.;ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isoc.2.1
;ἐμπορίας οὐκ οὔσης Th.1.2
;ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐ. γένηται Pl.R. 371a
; κατ' ἐμπορίην, [dialect] Att. - ίαν, for trade-purposes, Hdt.3.139, Simon. l. c., Isoc.17.4, etc.; ἐμπορίας ἕνεκα or - κεν, Th.1.7, 6.2;πρὸς ἐμπορίαν Ar.Av. 718
: pl., τὰς ἐ. τὰς κερδαλέως ib. 594 (anap.);περὶ τὰς ἐ. διατρίβειν Arist.Pol. 1291a5
, cf. D.56.8.3 errand, business, E.Hyps.Fr.5.11 (anap.), Luc.Scyth.4; journeying, πενία ἀζημίωτος ἐ. Secund.Sent.10.II merchandise, X.Vect.3.2, AP7.500 (Asclep.);αὑτοῦ τὴν ἐ. ἔφασκεν εἶναι Lys.32.25
; ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ ἢν ἦγεν ἐν τῇ.. νηΐ Test. ap. D.35.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορία
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский