Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐμπορ-ία

См. также в других словарях:

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

  • ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …   Dictionary of Greek

  • σαράν — το, Ν (χημ. τεχνολ.) (εμπορ. ονομ.) πολυμερής ουσία μεγάλου μοριακού βάρους, που έχει ως βάση το πολυβινυλιδενοχλωρίδιο και χρησιμοποιείται για την παραγωγή υφαντικών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saran < Saran, εμπορική ονομ.] …   Dictionary of Greek

  • σινέραμα — Κινηματογραφική μέθοδος που συνίσταται στην υποδιαίρεση της εικόνας σε τρία διαφορετικά φωτογράμματα, που αποτελούν μέρος τριών ταινιών σε απόλυτο συγχρονισμό. Βλ. λ. κινηματογράφος. * * * το μέθοδος προβολής και λήψης κινηματογραφικής ταινίας με …   Dictionary of Greek

  • σινεμασκόπ — Κινηματογραφική μέθοδος λήψης και προβολής· με τη χρήση αναμορφικού φακού και ειδικού οπτικού συστήματος, η εικόνα αποχτά μεγαλύτερο πλάτος. Βλ. λ. κινηματογράφος. * * * το, Ν μέθοδος κινηματογραφίας σε ευρεία οθόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμπορ. ονομασία …   Dictionary of Greek

  • σκραμπλ — το, Ν άκλ. παιχνίδι που παίζεται με πίνακα ταμπλώ και πλακίδια, τα οποία φέρουν το καθένα από ένα γράμμα, και από τέσσερεις ή δύο παίκτες που προσπαθούν να σχηματίσουν λέξεις με τα αντίστοιχα πλακίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Scrabble, εμπορ. ονομ.] …   Dictionary of Greek

  • σουλφονάλη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τής οργανικής ένωσης διαιθυλο σουλφονο διμεθυλο μεθάνιο, που χρησιμοποιείται ως υπνωτικό, αλλ. σουλφοναλόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμπορ. ονομασία sulfonal] …   Dictionary of Greek

  • στελ(λ)ίτης — ο, Ν (εμπορ. ονομ.) τύπος κράματος κοβαλτίου, χρωμίου, βολφραμίου, μολυβδαινίου, άνθρακα και σε μικρές ποσότητες άλλων μετάλλων, με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε κοβάλτιο, που φθάνει από 40% έως 55% …   Dictionary of Greek

  • σύνδικος — ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α στον πληθ. οἱ σύνδικοι α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που… …   Dictionary of Greek

  • ταμοξιφέν — το, Ν (φαρμ.) (εμπορ. ονομ.) ορμονικό φάρμακο το οποίο ανταγωνίζεται τα ενδογενή οιστρογόνα στα κέντρα υποδοχέων τού μαστικού ιστού, όταν τα οιστρογόνα ασκούν φυσιολογικά τη δράση τους, για την ανάπτυξη και αύξηση τών μαστών …   Dictionary of Greek

  • τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»