-
1 ἐμπόρευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπόρευμα
-
2 ἐμπορεύομαι
2 abs., walk, Epich.53, Metag.10.II travel for traffic or business,Χρηματισμοῦ Χάριν Pl.Lg. 952e
; εἰς Πόντον Chion Ep.7,8, cf. SIG 1166 ([place name] Dodona): metaph., ἐ. εἰς ἰατρικήν inveigh against the art of healing, Hp. de Arte1.2 to be a merchant, traffic, Th.7.13, X.Vect.3.3, etc.;λόγοισιν Com.Adesp.269
: c. acc., trade in, .3 c. acc. rei, import, Pl.Ep. 313e; πολλὰς διὰ θαλάσσηςὠφελείας D.H.6.86
;πορφύραν ἀπὸ Φοινίκης D.L.7.2
;γλαῦκας Luc. Nigr.Prooem.
b metaph., δίαιταν ἥντιν' ἐμπορεύεται what manner of lite he leads, E.Fr.812.6; ἐ. τὴν φιλοσοφίαν to make a trade of it, Ph.2.486, Them.Or.23.298d, cf. J.AJ4.6.8;πλήθη καλῶν γυναικῶν Ath.13.569f
; in bad sense, trade on,τὴν λήθην τῶν δικαστῶν Ph.2.536
.4 c. acc. pers., make gain of, overreach, cheat,πλαστοῖς λόγοις ὑμᾶς 2 Ep.Pet.2.3
:—also in [voice] Act., Plb.38.12.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορεύομαι
-
3 ἐμπορευτέα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορευτέα
-
4 ἐμπορευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορευτικός
-
5 ἐμπορεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορεῖον
-
6 ἐμπορία
A commerce (acc. to Arist.Pol. 1258b22, of three kinds, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις (qq. vv.)), mostly used of commerce or trade by sea (cf. ), Hes.Op. 646, Thgn. 1166, Simon.127, etc.;ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isoc.2.1
;ἐμπορίας οὐκ οὔσης Th.1.2
;ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐ. γένηται Pl.R. 371a
; κατ' ἐμπορίην, [dialect] Att. - ίαν, for trade-purposes, Hdt.3.139, Simon. l. c., Isoc.17.4, etc.; ἐμπορίας ἕνεκα or - κεν, Th.1.7, 6.2;πρὸς ἐμπορίαν Ar.Av. 718
: pl., τὰς ἐ. τὰς κερδαλέως ib. 594 (anap.);περὶ τὰς ἐ. διατρίβειν Arist.Pol. 1291a5
, cf. D.56.8.3 errand, business, E.Hyps.Fr.5.11 (anap.), Luc.Scyth.4; journeying, πενία ἀζημίωτος ἐ. Secund.Sent.10.II merchandise, X.Vect.3.2, AP7.500 (Asclep.);αὑτοῦ τὴν ἐ. ἔφασκεν εἶναι Lys.32.25
; ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ ἢν ἦγεν ἐν τῇ.. νηΐ Test. ap. D.35.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορία
-
7 ἐμποριάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμποριάρχης
-
8 ἐμπορίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορίζομαι
-
9 ἐμπορικός
A of or for commerce, mercantile,οἶκος Stesich. 80
; ἐ. τέχνη or ἐ. alone, = ἐμπορία 1.1, Pl.Euthphr. 14e, Sph. 223d, al.; ἐ., τά, Id.Lg. 842d;ἐ. δίκαι Arist.Ath.59.5
, D.7.12;κατὰ τοὺς ἐ. νόμους Id.35.3
: ἐ. συμβολαῖα ib.47; τὰ ἐ. Χρήματα money to be used in trade, ib.49; ἡ μνᾶ ἡ ἐ. the mina of commerce, IG22.1013.34 (ii B. C.); ἐμπορικόν, τό, the class of merchant-seamen, Arist.Pol. 1291b24; with an aptitude for trade,παῖς Lib.Decl.33.7
: [comp] Comp.- ώτερος Ptol.Tetr.66
: -κοί, οἱ, camp-traders, sutlers, Arr.Tact.2.1.3 διήγημα ἐ. a traveller's tale, i. e. a romance, Plb.4.39.11.II Adv. - κῶς in mercantile fashion, Str.8.6.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορικός
-
10 ἐμπόριον
ἐμπόρ-ιον, τό,A trading-station, mart, factory, Hdt.1.165, al., Th.1.100, Ar.Av. 1523, IPE12.47.9 (Olbia, i A. D.), etc.;προστάται τοῦ ἐ. Hdt.2.178
; ἐ. παρέχειν, of Corinth, Th.1.13.2 τὸ ἐ., at Athens, the Exchange, where the merchants resorted, , cf. 18.309; ἐκ τοὐμπορίου τινές foreign merchants, Diph.17.3, cf. 43.9.II [full] ἐμπόρια, τά, merchandise, X. Vect.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπόριον
-
11 ἐμπόριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπόριος
-
12 ἐμποριωνῄτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμποριωνῄτας
-
13 ἐμπορῖται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορῖται
-
14 ἔμπορος
ἔμπορ-ος, ον,III merchant, trader, Semon. 16, Hdt.2.39, Th.6.31, etc.; distd. from the retail-dealer ([etym.] κάπηλος) by his making voyages and importing goods himself, Pl.Prt. 313d, R. 371a, Arist.Pol. 1291a16, Sch.Ar.Pl. 1156: metaph.,ἔ. κακῶν A.Pers. 598
; ἔ. βίου a trafficker in life, E.Hipp. 964;ἔ. περὶ τὰ τῆς ψυχῆς μαθήματα Pl.Sph. 231d
; ὥρης ἔ. a dealer in beauty, AP9.416 (Phil.);ἔ. γυναικῶν IG14.2000
.2 as Adj., = ἐμπορικός, ναῦς ἔ. D.S.5.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπορος
См. также в других словарях:
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
σαράν — το, Ν (χημ. τεχνολ.) (εμπορ. ονομ.) πολυμερής ουσία μεγάλου μοριακού βάρους, που έχει ως βάση το πολυβινυλιδενοχλωρίδιο και χρησιμοποιείται για την παραγωγή υφαντικών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saran < Saran, εμπορική ονομ.] … Dictionary of Greek
σινέραμα — Κινηματογραφική μέθοδος που συνίσταται στην υποδιαίρεση της εικόνας σε τρία διαφορετικά φωτογράμματα, που αποτελούν μέρος τριών ταινιών σε απόλυτο συγχρονισμό. Βλ. λ. κινηματογράφος. * * * το μέθοδος προβολής και λήψης κινηματογραφικής ταινίας με … Dictionary of Greek
σινεμασκόπ — Κινηματογραφική μέθοδος λήψης και προβολής· με τη χρήση αναμορφικού φακού και ειδικού οπτικού συστήματος, η εικόνα αποχτά μεγαλύτερο πλάτος. Βλ. λ. κινηματογράφος. * * * το, Ν μέθοδος κινηματογραφίας σε ευρεία οθόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμπορ. ονομασία … Dictionary of Greek
σκραμπλ — το, Ν άκλ. παιχνίδι που παίζεται με πίνακα ταμπλώ και πλακίδια, τα οποία φέρουν το καθένα από ένα γράμμα, και από τέσσερεις ή δύο παίκτες που προσπαθούν να σχηματίσουν λέξεις με τα αντίστοιχα πλακίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Scrabble, εμπορ. ονομ.] … Dictionary of Greek
σουλφονάλη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τής οργανικής ένωσης διαιθυλο σουλφονο διμεθυλο μεθάνιο, που χρησιμοποιείται ως υπνωτικό, αλλ. σουλφοναλόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμπορ. ονομασία sulfonal] … Dictionary of Greek
στελ(λ)ίτης — ο, Ν (εμπορ. ονομ.) τύπος κράματος κοβαλτίου, χρωμίου, βολφραμίου, μολυβδαινίου, άνθρακα και σε μικρές ποσότητες άλλων μετάλλων, με την υψηλότερη περιεκτικότητα σε κοβάλτιο, που φθάνει από 40% έως 55% … Dictionary of Greek
σύνδικος — ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α στον πληθ. οἱ σύνδικοι α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που… … Dictionary of Greek
ταμοξιφέν — το, Ν (φαρμ.) (εμπορ. ονομ.) ορμονικό φάρμακο το οποίο ανταγωνίζεται τα ενδογενή οιστρογόνα στα κέντρα υποδοχέων τού μαστικού ιστού, όταν τα οιστρογόνα ασκούν φυσιολογικά τη δράση τους, για την ανάπτυξη και αύξηση τών μαστών … Dictionary of Greek
τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… … Dictionary of Greek