-
1 ῥόγχος
-
2 ῥογχός
-
3 ῥόγχος
ῥόγχος, ὁ, das Schnarchen -
4 Ρόγχος
ο1) храп; 2) мед. хрип;Ρόγχοι στούς πνεύμονες — хрипы в лёгких;
βγάζω Ρόγχο — хрипеть;
επιθανάτιος Ρόγχος — предсмертный хрип
-
5 ρόγχος
[ронхос] ουσ α храпенье храп, хрипенье. -
6 ῥωχμός
-
7 ῥόγκος
ῥόγκος, ὁ, = ῥόγχος, VLL.
-
8 ῥογμός
ῥογμός, ὁ, = ῥόγχος, Sp.
-
9 επιθανάτιος
α, ο [ος, ον ] смертный; предсмертный;επιθανάτιος ρόγχος — предсмертный хрип;
στην 'επιθανάτια κλίνη — на смертном одре
-
10 ῥωχμός
A cleft, ῥ. ἔην γαίης a runnel or gutter scooped out by heavy rains, Il.23.420, cf. A.R.4.1545, Bion Fr.1, Opp.C.3.323;τῆς πέτρας Plu. Crass.4
; οἱ ἀπὸ τῶν σεισμῶν ῥ. Str.8.5.7.------------------------------------ῥωχ-μός (B), ὁ, -
11 ῥωχμός
-
12 ῥέγκω
Grammatical information: v.Meaning: `to snore, to snort' (A., E., com., Arist. [v. l.]).Derivatives: ῥέγκ-ος (- χ-) n. `snore' with - ώδης `snore-like', ῥέγξις f. `id.' (Hp.). -- Beside it some iterative-intensive formations with ο-voc.: ῥογκιῆν ῥέγκειν. Έπίχαρμος H. (after the verbs of disease in - ιάω); ῥογχάζειν H. as explanation of ῥυγχιάζειν with ῥογχ-ασμός = ῥέγχος (Gal.), - αστής = nasator (gloss.); ῥογχ-αλίζω `to snore' (gloss.; after γαργαλίζω a.o.); also ῥόγχος (Cael. Aur.), ῥωχμός = ῥέγχος (Erot.); to this ῥωγμός, ῥοχμός, ῥογμός `to hiss' (late medic.); ῥώχω `to hiss, to chatter one's teeth' (Sor., H.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Onomatop. word, that may have a close agreement in Celtis, in OIr. srennim `snort' \< * srenk-nā-mi, with MIr. srēimm `snoring' \< *srenk-s-mn̥ (would be Gr. *ῥέγχμα). -- WP. 2, 705, Pok. 1002; on it Meid IF 65, 39; on the formation cf. Schwyzer 692. Cf. ῥύγχος. -- The variation may point to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,647Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥέγκω
См. также в других словарях:
ρογχός — ὁ, Α ῥωχμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥογχός έχει σχηματιστεί είτε από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. ῥέγχω* είτε υποχωρητικά από τον τ. ῥογχάζω] … Dictionary of Greek
ρόγχος — και ρόχος, ο, Ν [ρέγχω] 1. ροχαλητό, ροχάλισμα 2. ιατρ. στον πληθ. οι ρόγχοι χαρακτηρισμός τών πρόσθετων παθολογικών ήχων που παράγονται κατά την ακρόαση τών πνευμόνων σε ασθενείς με χρόνιες ή οξείες πνευμονικές παθήσεις 3. (φρ) «επιθανάτιος… … Dictionary of Greek
ρόγχος — ο (ιατρ.), αναπνευστικός ήχος όχι φυσιολογικός· «επιθανάτιος ρόγχος», η δύσκολη αναπνοή εκείνου που πεθαίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
roncar — (Del lat. rhonchare.) ► verbo intransitivo 1 Producir un sonido grave e intenso al respirar, mientras duerme: ■ roncaba tanto que me levanté de madrugada para no oírle. SE CONJUGA COMO sacar 2 ZOOLOGÍA Llamar el gamo, u otro cérvido, a la hembra… … Enciclopedia Universal
άσθμα — το (AM ἄσθμα και ἆσθμα) ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα αρχ. μσν. 1. η πνοή, η αναπνοή 2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου) αρχ. 1. το λαχάνιασμα 2. ο επιθανάτιος ρόγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < *άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα… … Dictionary of Greek
αγγελόκρουσμα — το [αγγελοκρούω] 1. αιφνίδιο θανατηφόρο πλήγμα, που καταφέρεται από τον άγγελο τού θανάτου, ή ασθένεια που προξενεί ακαριαίο θάνατο 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα … Dictionary of Greek
αγκομάχημα — και αγκομαχητό, το [αγκομαχώ] 1. δύσπνοια από κόπωση, ασθένεια κ.ά., λαχάνιασμα 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα 3. αναστεναγμός … Dictionary of Greek
ανάσυρμα — το (Α ἀνάσυρμα) νεοελλ. 1. ανάσερμα, επιθανάτιος ρόγχος 2. αθόρυβη διέλευση, διολίσθηση αρχ. αυτό που βγήκε από ανύπαντρη μητέρα, κλεψίγαμο … Dictionary of Greek
επιθανάτιος — ἐπιθανάτιος, α, ο (AM ἐπιθανάτιος, ον) [επιθάνατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ετοιμοθάνατο (α. «επιθανάτιος ρόγχος» β. «επιθανάτια αγωνία») αρχ. μσν. επικήδειος, νεκρικός («μέλος ἐπιθανάτιον») μσν. φρ. «ἐπιθανάτιον γράμμα» η… … Dictionary of Greek
μύσμα — το βαριά και συχνή αναπνοή με δύσπνοια, ρόγχος, βαθύς στεναγμός, βογγητό («όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα τ αρρωστάρη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσσω «βογγώ» + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek