-
1 επιθανάτιος
-
2 ἐπιθανάτιος
-
3 επιθανατιος
-
4 ἐπιθανάτιος
ἐπιθανάτιος, ον (s. θάνατος; Dionys. Hal. 7, 35; Bel 31; Etym. Mag. p. 457, 40) pert. to being condemned to death, sentenced to death 1 Cor 4:9.—TW. -
5 επιθανάτιος
α, ο [ος, ον ] смертный; предсмертный;επιθανάτιος ρόγχος — предсмертный хрип;
στην 'επιθανάτια κλίνη — на смертном одре
-
6 ἐπιθανάτιος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιθανάτιος
-
7 επιθανάτιος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιθανάτιος
-
8 ἐπιθανάτιος
приговоренный к смерти.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιθανάτιος
-
9 ἐπιθανάτιος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-1=1 BelLXX 31condemned to death; neol.? -
10 ἐπιθανάτιος
A condemned to death, D.H.7.35, LXX Bel ([etym.] ό) 31, 1 Ep.Cor.4.9; ἐ. μέλος, of Arion, Tz.H.1.400. Adv.-ίως, ἔχειν, = ἐπιθανάτως ἔχειν, Ael.VH13.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιθανάτιος
-
11 ἐπιθανάτιος
ἐπι-θανάτιος, zum Tode verurteilt; tötlich. Adv. ἐπιϑανατίως, ἔχειν, totkrank sein -
12 επιθανατίως
ἐπιθανάτιοςcondemned to death: adverbialἐπιθανάτιοςcondemned to death: masc /fem acc pl (doric) -
13 ἐπιθανατίως
ἐπιθανάτιοςcondemned to death: adverbialἐπιθανάτιοςcondemned to death: masc /fem acc pl (doric) -
14 επιθανάτιον
ἐπιθανάτιοςcondemned to death: masc /fem acc sgἐπιθανάτιοςcondemned to death: neut nom /voc /acc sg -
15 ἐπιθανάτιον
ἐπιθανάτιοςcondemned to death: masc /fem acc sgἐπιθανάτιοςcondemned to death: neut nom /voc /acc sg -
16 Ρόγχος
ο1) храп; 2) мед. хрип;Ρόγχοι στούς πνεύμονες — хрипы в лёгких;
βγάζω Ρόγχο — хрипеть;
επιθανάτιος Ρόγχος — предсмертный хрип
-
17 επιθανατίοις
-
18 ἐπιθανατίοις
-
19 επιθανατίου
-
20 ἐπιθανατίου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επιθανάτιος — ἐπιθανάτιος, α, ο (AM ἐπιθανάτιος, ον) [επιθάνατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ετοιμοθάνατο (α. «επιθανάτιος ρόγχος» β. «επιθανάτια αγωνία») αρχ. μσν. επικήδειος, νεκρικός («μέλος ἐπιθανάτιον») μσν. φρ. «ἐπιθανάτιον γράμμα» η… … Dictionary of Greek
ἐπιθανάτιος — condemned to death masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθανάτιος — α, ο που είναι του ετοιμοθάνατου ή που συμβαίνει την ώρα του θανάτου κάποιου: Επιθανάτιο κρεβάτι. – Επιθανάτιος ρόγχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιθανατίως — ἐπιθανάτιος condemned to death adverbial ἐπιθανάτιος condemned to death masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθανάτιον — ἐπιθανάτιος condemned to death masc/fem acc sg ἐπιθανάτιος condemned to death neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθανατίοις — ἐπιθανάτιος condemned to death masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθανατίου — ἐπιθανάτιος condemned to death masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθανατίους — ἐπιθανάτιος condemned to death masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθανατίων — ἐπιθανάτιος condemned to death masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθανατίῳ — ἐπιθανάτιος condemned to death masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθανάτια — ἐπιθανάτιος condemned to death neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)