-
1 ρήτορ
-
2 ῥῆτορ
-
3 ρήτορ'
ῥήτορα, ῥήτωρpublic speaker: masc acc sgῥήτορι, ῥήτωρpublic speaker: masc dat sgῥήτορε, ῥήτωρpublic speaker: masc nom /voc /acc dual -
4 ῥήτορ'
ῥήτορα, ῥήτωρpublic speaker: masc acc sgῥήτορι, ῥήτωρpublic speaker: masc dat sgῥήτορε, ῥήτωρpublic speaker: masc nom /voc /acc dual -
5 ῥητορεία
ῥητορ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορεία
-
6 ῥητορευτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορευτέον
-
7 ῥητορεύω
A to be a public speaker, practise oratory, Isoc.Ep.8.7, Pl. Grg. 502d, Arist.Rh.Al. 1444a33; οἱ μετὰ γαστέρα -εύοντες afterdinner speakers, Ph.1.156;ῥ. καὶ πολιτεύεσθαι Chrysipp.Stoic.3.175
; opp. πολιτεύεσθαι, Nausiph.2:—[voice] Pass., of the speech, to be spoken,τοὺς μὲν [λόγους] ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ γεγράφθαι Isoc.5.25
:—later in [voice] Act. c. acc., τὴν ἐπεσταλμένην πρεσβείαν ἐρρητόρευε was setting forth, Luc.Laps.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορεύω
-
8 ῥητορίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορίζω
-
9 ῥητορικός
A oratorical, ἡ ῥητορική (sc. τέχνη) rhetoric, Pl.Phdr. 266d, Phld.Rh.1.187 S.; τὸ ῥ. Pl.Phdr. 266c, Plt. 304e; τὰ ῥ. D.L.4.49, etc.; ῥ. δειλίαν ὁ δημόσιος καιρὸς οὐκ ἀναμένει an orator's timidity, Aeschin.3.163; ῥ. γραφή an indictment against an orator ([etym.] παρανόμων), Is.Fr.64 S. Adv. , Aeschin. 1.71, Arist.Po. 1450b8, Phld.Rh.2.134 S.: [comp] Comp.,- ώτερον λέγεσθαι D.H.Is.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορικός
-
10 ῥητορίσκος
ῥητορ-ίσκος, ὁ, contemptuous Dim. of ῥήτωρ, 'spouter', PUniv.Giss. 20 ii 14 (ii A.D.); in Lat. form, Gell.17.20.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορίσκος
-
11 истина
-ы θ.1. αλήθεια•скрывать -у κρύβω την αλήθεια•
совершенная истина καθαρή αλήθεια•
избитая истина κοινή (τετριμμένη) αλήθεια.
|| γνησιότητα, αληθοσύνη, αληθότητα.2. (φιλσ.) πραγματικότητα, πραγματική ύπαρξη•объективная « η αντικειμενική πραγματικότητα.
εκφρ.святая истина – γνήσια αλήθεια•во —у{клм\а. – κ. ρητορ.) πραγματικά•во -у прекрасная женщина – πραγματικά ωραιότατη γυναίκα. -
12 клаузула
-ы θ.1. όρος, ρήτρα• κεφάλαιο, ιδιαίτερο άρθρο.2. (ρητορ.) κλείσιμο του λόγου.3. κλείσιμο του στίχου (οι τελευταίες -του συλλαβές). -
13 украсить
ρ.σ.μ. στολίζω, διακοσμώ• εξωραίζω•украсить дом στολίζω το σπίτι•
украсить город εξωραΐζω την πόλη•
украсить цветами ανθοστολίζω•
украсить венком στολίζω με στεφάνι (στεφανώνω)•
украсить флагами σημαιοστολίζω•
украсить картинами εικονοστολίζω.
|| μτφ. ωραιοποιώ, ομορφαίνω•украсить речь риторическими фигурами ομορφαίνω το λόγο με ρητορ ικά σχήματα•
украсить жизнь ωραιοποιώ τη ζωή.
στολίζομαι,• εξωραΐζομαι. || ομορφαίνω, ωραιοποιούμαι. -
14 ῥήτωρ
ῥήτωρ, - οροςGrammatical information: m.Meaning: `speaker, annunciator' (S., E.), esp. `orator in public, public speaker' (Att.), `master-speaker, discourse artist' (late).Compounds: Some rare a. late compp., e.g. φιλο-ρήτωρ `who loves orators' (Phld.).Derivatives: ῥητορ-ίσκος denigr. dimin. (pap. IIp), - ικός `oratorical, silver-tongued, rhetorical', - εύω, rarely w. κατα-, ἐπι- a.o., `to act as an orator, to practice the art of oratory' with - εία f. `oratory, artful discourse' (Att.). - ίζω `id.' (hell.). -- Beside it ῥητήρ, - ῆρος m. `speaker' (I 443, `orator' (AP 7, 579, metr. inscr.; metr. condit.?).Origin: IE [Indo-European] [1162] *u̯erh₁- `speak'Etymology: As profess. qualification ῥήτωρ was created by he Att. official language (Fraenkel Nom. ag. 2, 9); the orig. function as nom. ag. to εἴρω `speak' can still be seen in E. Hec. 124 (anap.) μύθων ῥήτορες, which combines with Hom. μύθων ῥητῆρα (Ι 443; doubtful attempt to give a semant. differentiation in Benveniste Noms d'agent 52ff. with further uncertain conclusions). -- S. 2. εἴρω.Page in Frisk: 2,654Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥήτωρ
См. также в других словарях:
ῥῆτορ — ῥήτωρ public speaker masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτορ' — ῥήτορα , ῥήτωρ public speaker masc acc sg ῥήτορι , ῥήτωρ public speaker masc dat sg ῥήτορε , ῥήτωρ public speaker masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi … Deutsch Wikipedia
Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
έννοια — (I) η (AM ἔννοια) [εννοώ] 1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου τού περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια τού ανθρώπου» «τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.) 2. (λογ. και… … Dictionary of Greek
αντίκειμαι — (AM ἀντίκειμαι) βρίσκομαι σε αντίθεση, αντιβαίνω προς κάτι νεοελλ. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) βλ. αντικείμενο*. αρχ. (ως παθ. του ἀντιτίθημι*) 1. είμαι τοποθετημένος απέναντι 2. αντιστοιχώ 3. (για τόπους) κείμαι απέναντι 4. (για πράγματα) κείμαι… … Dictionary of Greek
αντεισαγωγή — η (AM ἀντεισαγωγή) νεοελλ. η εισαγωγή προϊόντος σε αντικατάσταση άλλου το οποίο έχει εξαχθεί αρχ. μσν. η αντικατάσταση (συνήθως η τοποθέτηση ενός όρου στη θέση άλλου όρου ή φράσης) αρχ. (Ρητορ.) σχήμα κατά το οποίο σ’ ένα γενικό ισχυρισμό… … Dictionary of Greek
αντιπαράσταση — η (AM ἀντιπαράστασις) η εξέταση μαρτύρων συγχρόνως με άλλους μάρτυρες ή με τον κατηγορούμενο αρχ. μσν. (Ρητορ.) η αποδοχή ενός επιχειρήματος, αλλά με μια ουσιώδη διάκριση, διασάφηση αρχ. η έμμεση απάντηση … Dictionary of Greek