Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥύμ-η

См. также в других словарях:

  • Raum, der — Der Raum, des es, plur. die Räume. 1. Im engsten und allem Ansehen nach eigentlichsten Verstande, derjenige Theil des von sichtbaren Körpern leeren Luftkreises, welchen ein Ding zur Ausfüllung oder zu gewissen körperlichen Veränderungen bedarf;… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • θεμιστείος — θεμιστεῖος, ία, ον (Α) 1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» το σκήπτρο τής δικαιοσύνης, τής δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία μαντεία, προφητεία, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ ος) + κατάλ. είος, πρβλ. οικ …   Dictionary of Greek

  • ξιφουλκώ — έω σύρω, τραβώ το ξίφος από τη θήκη, ξεσπαθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ουλκῶ (< ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ρυμ ουλκώ] …   Dictionary of Greek

  • οβιδουλκός — ο στρ. ειδικό κοχλιωτό σιδερένιο εργαλείο το οποίο χρησίμευε παλαιότερα για εξαγωγή τού επικρουστήρα τών οβίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οβίδα + ουλκός (< ἔλκω), πρβλ. ρυμ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • χρονουλκώ — έω, Α χρονοτριβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + ουλκῶ (< ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ρυμ ουλκῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»