Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥύματα

См. также в других словарях:

  • ῥύματα — ῥύμα anything that flows neut nom/voc/acc pl ῥύ̱ματα , ῥῦμα that which is drawn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρύμα — (I) ύματος, τὸ, Α βλ. ρύμα. (II) ύματος, τὸ, Α 1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία 2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [θάνατος]», Αισχύλ.) 3. στον πληθ. τὰ ῥύματα τα βοηθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ τού ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»