Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ῥυϑμῶν

См. также в других словарях:

  • ῥυθμῶν — ῥυθμός any regular recurring motion masc gen pl ῥυθμόω shape pres part act masc voc sg (doric aeolic) ῥυθμόω shape pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ῥυθμόω shape pres part act masc nom sg ῥυθμόω shape pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ζωοοικολογία — Συνοπτική ονομασία των γενικών αρχών που κυβερνούν το περιβάλλον και ειδικότερα των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζωικό βασίλειο. Άλλωστε, τα ζώα αντιπροσωπεύονται από περισσότερα από ένα εκατομμύριο είδη, ενώ τα φυτά… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Αριστείδης — I (o Δίκαιος, 540 π.Χ. – 468 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Λυσιμάχου, από τον δήμο Αλωπεκής της Αντιοχίδας φυλής, αναμείχτηκε στην πολιτική μετά την κατάλυση (στην οποία ίσως συνέβαλε) της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών (510),… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • οικιστική — Σύγχρονη επιστήμη που η δημιουργία της οφείλεται στην αλματώδη ανάπτυξη του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού και ιδιαίτερα των οικισμών. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται και επιστήμη των ανθρώπινων οικισμών. Η πολεοδομία, η τεχνική, η αρχιτεκτονική ή… …   Dictionary of Greek

  • LINUS — I. LINUS Apollinis fil. ex Psamathe Crotopi Argivorum Regis filia; Cum enim Apollo, Occiso Pythone serpente, ad Crotopum venisset, ab eo hospitio susceptus, clam cum Psamathe eius filia concubuit, quae ex eo compressu gravida effecta, expletis… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»