-
21 βρύτηρ
-
22 λωροκάπιστρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λωροκάπιστρον
-
23 ἑλκυστήρ
II as Adj., ἑ. πόνος toil of dragging, Opp. H.5.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκυστήρ
-
24 ἱπποδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποδέτης
-
25 ὁλκός
A drawing to oneself, attractive,θερμόν τε καὶ ὁ. Arist.Pr. 931a25
; ; ὁλκὸν.. ψυχῆς πρὸς ἀλήθειαν ib. 527b ;ὁλκοτέρας τὰς ῥίζας ποιεῖν Thphr. CP3.17.3
( ἑλκοτέρας cod. A: ἑλκτικωτέρας Wimmer).IV [voice] Pass., liable to be attracted, having a propensity,ὁ. διάνοιαι παρθένων πρὸς ἀρετήν Ph.2.229
.------------------------------------I machine for hauling ships on land, hauling-engine, prob. a fixed capstan, windlass, Hdt.2.154, 159, E.Rh. 146, 673 ; but also of movable engines of like kind, for hauling ships across the Isthmus of Corinth, Th.3.15.II furrow, track, trace,αἵματι δ' ὁλκοὶ.. πλήθοντο A.R.3.1391
; σμίλης ὁλκός the traces of a chisel in the wood, Ar.Th. 779(lyr.) ; ὁ. τοῦ ξύλου the furrow made by the wood, X.Cyn.9.18 ; path, track, or orbit of a star or meteor, A.R.3.141, 4.296, Nonn.D. 24.90 ; ἁμάξης ib.1.96 ; ditch or channel, A.R.1.375 ; οἴδματος ὁλκοί the waves, ib. 1167 ;ὁλκοὶ καλλιρόων ὑδάτων Milet.1(9).343
; body-coils of a serpent, Nic.Th. 266, al., Luc.Herm.79 ; but, coiling movement of a serpent, Nic.Th. 162, al. ; cf.ὁ. γλώσσης Id.Al.79
, 281 ; of hair, coil, ὁλκὸς ἐθείρης, πλοκάμων.. ὁλκοί, Nonn.D.3.413, 32.168 : generally, of anything drawn, αἵματος ὁλκῷ ib.4.329, al. ; draught of wine, Antiph. 237.4(pl.).2 in periphrases, δάφνης ὁλκοί drawings, i. e. laurelboughs (or brooms made of them) drawn along, E. Ion 145 (lyr.) ; τερπνὸς ἀκούεται ὁ. ἁμάξης a chariot drawn, D.P.191.3 aqueduct, Cod.Just.1.4.26 ;ὁ. ὑδάτων Lyd.Mens.3.23
.IV a kind of grass, mouse-barley, Plin.HN 27.90. -
26 ῥυστήρ
-
27 ῥυταγωγεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυταγωγεύς
-
28 ῥύτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥύτειρα
-
29 ῥυτός
------------------------------------2 Subst. neut. pl. ῥῡτά, τά, reins (cf. ῥυτήρ (A) 2a),ῥυτὰ χαλαίνειν Hes.Sc. 308
.------------------------------------A flowing, fluid, liquid,ῥυτᾶς ἐξ ἁλός A.Ag. 1408
(lyr.); ῥ. πόροι (v.πόρος 1.3
) Id.Eu. 452;ῥυτῶν ὑδάτων λουτρά S.OC 1598
; (lyr.); ὑγρὸν ῥ., opp. πακτόν, Ti.Locr.99c; [ὕδατα] ῥ. distd. fr. στάσιμα, Arist.Mete. 353b19, cf. Thphr.CP2.6.3; distd. fr. φρεατιαῖα, Plu.2.954c.II ῥῠτόν, τό, drinking-cup or horn, running to a point, where was a small hole, through which the wine ran in a thin stream, S.Fr. 772, D.21.158, PPetr.3p.113 (iii B.C.), Inscr.Délos 442B27 (ii B.C.), Plb.14.11.2, Plu.Alex.67; made in the form of an elephant, a trireme, the god Βησᾶς, Damox.1.2, Epin.2.1, Hedyl. ap. Ath.11.497d; funnel used as a filter, Ps.-Democr. ap. Zos. Alch.p.155B.; v. κρουνίζω:—[var] Dim. [full] ρύτιον [ῠ], τό, only in Lat. form rhytium, Mart.2.35.2. -
30 ῥῦμα 1
ῥῦμα 1.Grammatical information: n.Meaning: `tow(ing rope)' (Plb., D. H.).Derivatives: ῥύμη `pull, press', ῥυμός `tension wood, pole of a chariot', ῥύσιον `spoils', ῥυστάζω `to drag to and fro', ῥυτήρ `rein' etc.See also: s. ἐρύω.Page in Frisk: 2,665Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥῦμα 1
-
31 ῥῦμα 2
ῥῦμα 2.Grammatical information: n.Meaning: `protection'.See also: s. ἔρυμαι.Page in Frisk: 2,665Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥῦμα 2
-
32 ῥῡσός
ῥῡσόςGrammatical information: adj.Meaning: `shrivelled, shrunk, wrinkled' (I 503).Derivatives: 1. ῥυσ-αλέος `id.' (Nic.; αὑαλέος a.o.); 2. - ώδης `with a wrinkled appearance' (AP a.o.); 3. - ότης f. `wrinkledness' (Plu.); 4. ῥυσίλλας τὰς ῥυτίδας H. (diminutive-hypocoristic; cf. Chantraine Form. 252, Schwyzer 485); 5. ῥυσ-όομαι, - όω `to shrivel, to wrinkle (oneself)' (Arist.) with - ωσις f. (Gal.); 6. - αίνομαι `id.' (Nic., AP). -- ῥῠτίς, - ίδος f. (Aeol. βρύτιδες EM) `wrinkle, fold' (Ar., Pl.) with ῥυτιδ-ώδης = ῥυσώδης, - όομαι, - όω = ῥυσόομαι, - όω (Hp., Arist.), - ωσις f. `wrinkling' (medic.), - ωμα n. `wrinkle' (sch.). Prob. also ῥυτίσματα pl. (Men.: *ῥυτίζω), after Phot. = τῶν διερρυηκότων ἱματίων τὰ ἀποπληρώματα (`patch, piece of cloth').Origin: XX [etym. unknown]Etymology: With ῥυσός cf. λοξός, κομψός, γαυσός and many other adj. in - σός (Chantraine Form. 434, Études 17. Schwyzer 516, Stang Symb. Oslo. 23, 46, Specht Ursprung 200); ῥυτίς like πηκτίς, ξυστίς, δοκίς etc.; from *ῥυ-τή, - τόν v.t. -- Prob. like ῥυτήρ `vein' etc. to ἐρύω `draw, pull, snatch' (s.v.), so prop. *'drawn, distorted, pulled' etc. (Solmsen IF 31, 463) (for the meaning cf. ῥάκη, also `wrinkels') - but then we would have *ἐρυσος. The similarity with Lat. rūga `wrinkle, fold', Lith. raũkas `id.' is accidental; cf. W.-Hofmann and Fraenkel s.vv. S. also Bechtel Lex. s. ῥυσός.Page in Frisk: 2,666-667Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥῡσός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥυτήρ — ῥῡτήρ , ῥυτήρ one who draws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυτήρ — (I) ῆρος, ὁ, Α βλ. ρυτήρας. (II) ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, ῆρος, Α αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα τήρ (πρβλ. πυρσευ τήρ). Ο τ. ῥυστήρ… … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
веревка — укр. верьовка, др. русск. вьрвь, ст. слав. врьвь σχοινίον (Супр.), болг. връв, сербохорв. вр̑вца, словен. vȓv, род. п. vrvȋ, чеш. vrv; другая ступень чередования гласного: воровина веревка , воровьё веревочные, вервяные изделия . Родственно… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ρυστήρ — (I) ῆρος, ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «ῥυστῆρας, και βρυτῆρας τὰς ἡνίας» 2. πιθ. κοτύλη αρδευτικής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥυ τού ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» + επίθημα τήρ. Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο σ (πρβλ. ῥυστάζω)]. (II) ῆρος, ὁ, Α (σπάν. τ.) βλ.… … Dictionary of Greek
ρυσός — και ῥυσσός, ή, όν, Α γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. *Fῥῡ με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με… … Dictionary of Greek
ρυτήρας — ο / ῥυτήρ, ῆρος, ΝΑ 1. αυτός που σέρνει ή τεντώνει κάτι («ῥυτῆρα βιοῡ» ελκυστήρας τόξου, τοξότης, Ομ. Οδ.) 2. το χαλινάρι 3. φρ. «τρέχει από ρυτήρος» ή «ἀπὸ ῥυτῆρος ἐλαύνειν» (για άλογο) τρέχει με χαλαρωμένα τα ηνία ώστε να καλπάζει χωρίς κανένα… … Dictionary of Greek
ρύτειρα — ἡ, Α βλ. ῥυτήρ … Dictionary of Greek
ῥυτῆρα — ῥῡτῆρα , ῥυτήρ one who draws masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτῆρας — ῥῡτῆρας , ῥυτήρ one who draws masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)