-
1 ρυταγωγεύς
-
2 ῥυταγωγεύς
-
3 ῥυταγωγεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυταγωγεύς
-
4 ρυταγωγέα
-
5 ῥυταγωγέα
-
6 σειραγωγεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σειραγωγεύς
См. также в других словарях:
ῥυταγωγεύς — ῥῡταγωγεύς , ῥυταγωγεύς rope of a horse s halter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυταγωγέας — ο / ῥυταγωγεύς ( έως, ΝΑ ο ιμάντας με τον οποίο καθοδηγείται το άλογο, χαλινάρι, ηνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυτά (τὰ) «χαλινάρια» (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ», βλ. λ. ῥυτός) + ἀγωγεύς «ιμάντας» (< ἀγωγός)] … Dictionary of Greek
ῥυταγωγέα — ῥῡταγωγέᾱ , ῥυταγωγεύς rope of a horse s halter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)