Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥοικός

См. также в других словарях:

  • ῥοικός — crooked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροικός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο …   Dictionary of Greek

  • ροϊκός — Αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης από τη Σάμο. Έζησε στα μέσα του 7ου αι. και ήταν γιος του Φιλέα ή Φιλαίου. Δημιούργησε μια οικογένεια Σάμιων καλλιτεχνών, που οι πιο γνωστοί τους είναι ο γιος του Τηλεκλής και ο εγγονός του Θεόδωρος. Κατά τον Ηρόδοτο …   Dictionary of Greek

  • ῥοικά — ῥοικός crooked neut nom/voc/acc pl ῥοικά̱ , ῥοικός crooked fem nom/voc/acc dual ῥοικά̱ , ῥοικός crooked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικῶν — ῥοικός crooked fem gen pl ῥοικός crooked masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικόν — ῥοικός crooked masc acc sg ῥοικός crooked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικαῖς — ῥοικός crooked fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικοῖς — ῥοικός crooked masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικοῖσιν — ῥοικός crooked masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικοί — ῥοικός crooked masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοικοῦ — ῥοικός crooked masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»