-
1 ιεροκήρυκος
-
2 ἱεροκήρυκος
-
3 κάρυκος
κά̱ρῡκος, κήρυξmasc gen sg (doric)κά̱ρυκος, κῆρυξherald: masc gen sg (doric) -
4 ῥοικός
См. также в других словарях:
κάρυκος — κά̱ρῡκος , κήρυξ masc gen sg (doric) κά̱ρυκος , κῆρυξ herald masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροκήρυκος — ἱεροκή̱ρυκος , ἱεροκῆρυξ herald masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)