-
1 ροδόεν
-
2 ῥοδόεν
-
3 ἔλαιον
A olive-oil, in Hom. mostly anointing-oil, used after the bath,λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ Il.10.577
, cf. 14.171, 18.350, etc.; before wrestling and other gymnastic exercises,πωλησεῦντι τὸ ἔ. εἰς τὸ γυμνάσιον IG12(1).3
([place name] Rhodes); ἔ. θεῖναι to provide oil at the baths, ib.4.597,606 ([place name] Argos): prov.,πῦρ ἐλαίῳ κοιμίσαι Lyr.Alex.Adesp.8
(a);ἐλαίῳ πῦρ κατας βεννύναι Luc.Tim.44
; εὐῶδες ἔ. Od.2.339; ῥοδόεν (rose-scented) Il.23.186;ἔ. ῥόδινον Hp. Mul.2.135
; ἔ. λευκον ib. 136;τοῦ λευκοτάτου πάντων ἐ. Σαμιακοῦ Antiph.331
.II any oily substance,ἔ. χήνειον Hp.Mul.2.194
; κίκινον, ἀμυγδάλινον ἔ., etc., Dsc.1.32,33, etc.;ῥαφάνινον ἔλαιον PAmh.2.93
(ii A.D.), etc.; ἔ. ἀπὸ σελαχῶν, like our 'cod-liver oil', Arist.HA 520a18; ἔ. ἀπὸ γάλακτος butter, Hecat.154 J.III at Athens, oil-market,ἀναμενῶ σε.. πρὸς τοὔλαιον Men.896
. -
4 ἔλαιον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔλαιον
См. также в других словарях:
ῥοδόεν — ῥοδόεις of roses masc voc sg ῥοδόεις of roses neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδόεις — εσσα, εν, Α 1. φτειαγμένος με ρόδα ή από ρόδα («ῥοδόεντι δὲ χρῑεν ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο («ῥοδόεσσα χάρις», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που περιβάλλεται από ρόδα («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.) 4. εκείνος που… … Dictionary of Greek