-
1 ριζίου
-
2 ῥιζίου
-
3 ῥίζιον
A little root, Ar.Av. 654, Antiph.45, Thphr.CP2.18.2, HP4.2.3, etc.; πορφύρα ῥιζίου vegetable purple (cf. ῥίζινος), POxy.1051.13 (iii A.D.).
См. также в других словарях:
ῥιζίου — ῥιζίας made from the root masc gen sg ῥιζίον little root neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHUCARUM seu PHUCARIUM — PHUCARUM, seu PHUCARIUM φούκαρον vel φουκάριον, infimae Graeciae, fucus mulierum est; a voce prisca φῦκος, quâ nonnulli algam marinam puniceam intelligunt, eamque a feminisad fucum genis indendum adhibitam esse existimant. Sed hos Dioscorides… … Hofmann J. Lexicon universale
Σουκοτάι ή Σουκοντάγια — Πόλη της Ταϊλάνδης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας 370 χλμ. ΒΔ της Μπανγκόκ στην αριστερή όχθη του ποταμού Γιομ (20.000 κάτ.). Είναι εμπορικό και αγροτικό κέντρο παραγωγής ριζιού, βαμβακιού, ζαχαροκάλαμου, με βιομηχανία τροφίμων και τουρισμού.… … Dictionary of Greek