-
1 ῥίζιον
A little root, Ar.Av. 654, Antiph.45, Thphr.CP2.18.2, HP4.2.3, etc.; πορφύρα ῥιζίου vegetable purple (cf. ῥίζινος), POxy.1051.13 (iii A.D.).
См. также в других словарях:
ριζόσημος — ον, Α αυτός που έχει ταινία βαμμένη με ρίζιον*, με ερυθρόδανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζ ιον + σημος (< σῆμα), πρβλ. χρυσό σημος] … Dictionary of Greek