-
1 ῥίζινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥίζινος
-
2 ριζίνης
-
3 ῥιζίνης
-
4 ῥίζιον
A little root, Ar.Av. 654, Antiph.45, Thphr.CP2.18.2, HP4.2.3, etc.; πορφύρα ῥιζίου vegetable purple (cf. ῥίζινος), POxy.1051.13 (iii A.D.).
См. также в других словарях:
ρίζινος — η, ον, Α [ῥίζα] αυτός που προέρχεται από τη ρίζα τού γνωστού με τη λόγια ονομασία φυτού ρουβία η βαφική … Dictionary of Greek
ῥιζίνης — ῥίζινος made from a root fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek