Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ῥίσκος

См. также в других словарях:

  • ῥίσκος — coffer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίσκος — ὁ, Α 1. κιβώτιο, θήκη («ῥίσκος ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ πρόχειρον ἀργύριον», Φώτ.) 2. μπαούλο ταξιδιού, ιματιοθήκη («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς δέκα», πάπ.) 3. σαρκοφάγος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίσκοι εἶδός τι μυιῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • ῥίσκοι — ῥίσκος coffer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίσκον — ῥίσκος coffer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίσκους — ῥίσκος coffer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρισκοφύλαξ — ακος, ὁ, Α θησαυροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίσκος «κιβώτιο» + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • σύριχος — και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών… …   Dictionary of Greek

  • u̯er-3: I. u̯r-ei-: δ) u̯reik̂- (*su̯ereik̂ʷh-) —     u̯er 3: I. u̯r ei : δ) u̯reik̂ (*su̯ereik̂ʷh )     English meaning: to turn, bind     Deutsche Übersetzung: “drehen; umwickeln, binden”     Material: Av. urvisyeiti (*vrisyati) “wendet sich, dreht sich”, Kaus. urvaēsayeiti “wendet, dreht”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»