-
1 ἐπι[πολ]ιαῖος
ἐπι[πολ]-ιαῖος, epith. of Hermes at Rhodes, Gorgon 2; of Zeus at Miletus, Hsch. (prob.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπι[πολ]ιαῖος
-
2 μηρός
Grammatical information: m.Meaning: `the upper fleshy part of the shank, shank' (Il.; on the meaning cf. the discussion by Meuli Phyllobolia [Festschr. v. d. Mühll 1946] 215ff.; to this Frisk in AmJPh 71, 89f.).Compounds: Few compp. like μηρο-τραφής `with fleshy schanks' (Str., AP), σύμ-μηρος `with the thights closed' (Hp.).Derivatives: μηρία n. pl. (- ίον sg. Posidon.) `thigh-bones' (Il.); μηρ-ιαῖος `belonging to the shanks' (X.; like νωτ-ιαῖος etc., Chantraine Form. 49); μηρίζω `strike on the thigh' (D. L.; after γαστρίζω), but δια-μηρίζω `hold the thighs separated' with - ισμός (Ar., Zeno), also κατα- μηρός `id.' (Suid.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The old collective plur. μῆρα (Schwyzer 581, Schw.-Debrunner 37) can be identified with Lat. membra n. pl. `bodyparts' (Bezzenberger BB 1, 340 f.); basis then * mēms-r-ā. A nasalless form * mēs-r- however is as for OIr. mīr `piece, bite' also possible and phonetically rather to be preferred (cf. Schwyzer 282). The phonetically reminding Slav. word, e.g. Russ. myazdrá `fleshy side of the skin' is both in meaning and in form difficult to connect, s. Vasmer s. v. The basis would have been a word for `flesh', IE * mēms(-o)- n. in Skt. māṃsá-, Goth. mimz etc.; besides with loss od the nasals (as in the word for `moon'; s. 2. μήν) IE * mēs- n. in Skt. mā́s-. -- (Not here μῆνιγξ (s. v.). -- Further forms in W.-Hofmann s. membrum; also WP. 2, 262 and Pok. 725. Older lit. in Bq.Page in Frisk: 2,230-231Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μηρός
-
3 γραμμιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμιαῖος
-
4 δακτυλιαῖος
A of a finger's length, breadth or thickness,ῥάβδοι Hp.Fract.30
; ;τομοὶ δ. τῷ τε μήκει καὶ πάχει Damocr.
ap. Gal. 13.1000: Astron., a digit in extent, Cleom. 2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακτυλιαῖος
-
5 διδακτυλιαῖος
A two fingers long or broad,διάστημα S.E.M. 10.156
, cf. Heliod. ap. Orib.48.23.2, etc.:—so [suff] δῐδάκτῠλ-ος, ον, Hp.Art.7, Thphr.HP9.5.3, IG22.463.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδακτυλιαῖος
-
6 διδραχμιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδραχμιαῖος
-
7 διμοιριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διμοιριαῖος
-
8 δραχμιαῖος
A worth or costing a drachma, Ar.Fr. 425; [ ἐπίδειξις] Pl.Cra. 384b;δ. συναλλάγματα Arist.Pol. 1300b33
; δ. τόκος interest at the rate of 1 dr. per 100 denarii per month, IGRom. 4.788 ([place name] Apamea), cf. BGU1038.20 (ii A. D.).2 weighing one drachm, Archig. ap. Gal.12.876, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δραχμιαῖος
-
9 δωδεκαμναιαῖος
δωδεκα-μν<α>ιαῖος, α, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκαμναιαῖος
-
10 εὐδίαιος
II [full] εὐδίαιον, τό, the end of a clyster-pipe, Paul. ex Fest.p.69 L.;εὔδιον Poll.4.181
.2 = γυναικεῖον μόριον, Hsch.3 = πρωκτός, Id.III as Adj., εὐδιαῖος, α, ον, caught in fair weather,τριγόλας Sophr.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδίαιος
-
11 ζωνιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζωνιαῖος
-
12 καπνιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπνιαῖος
-
13 κεγχριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχριαῖος
-
14 κληρονομιαῖος
A concerning inheritance, Cod.Just.3.10.1.2, Just.Nov.119.6; inherited, PMasp.151.40 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληρονομιαῖος
-
15 κνημιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνημιαῖος
-
16 κολοσσιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολοσσιαῖος
-
17 κοσμιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοσμιαῖος
-
18 κοτυλιαῖος
A holding a κοτύλη, Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; λήκυθοι Hippoloch. ap. Ath.3.129b:— also written [suff] κοτυλ-ιεῖος, PCair.Zen.89.4 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοτυλιαῖος
-
19 κρηπιδιαῖος
A belonging to a substructure or foundation, [ λίθοι] ib.12.313.90, cf. Rev.Phil.50.67 (Didyma, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρηπιδιαῖος
-
20 κυαθιαῖος
A contained in a κύαθος, ὕδωρ a ladleful of water, Them.in Ph.135.26, Simp.in Ph.174.30, Phlp.in Mete.24.22, Id. in GA92.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυαθιαῖος
См. также в других словарях:
-ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… … Dictionary of Greek
δωδεκαμν(α)ιαίος — δωδεκαμν(α)ιαῑος, α, ον (Α) αυτός που ζυγίζει δώδεκα μνες … Dictionary of Greek
καπνιαίος — καπνιαῑος, ον (Α) 1. αυτός που έχει χρώμα καπνού 2. φρ. «καπνιαῑος λίθος» είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ιαίος (πρβλ. μην ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κατακλυσμιαίος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον κατακλυσμό, αυτός που έχει σχέση με την εποχή τού μεγάλου κατακλυσμού («κατακλυσμιαία ζώα») 2. (για βροχή) ο πολύ ραγδαίος και συνεχής, αυτός που φέρνει πολλά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλυσμός + κατάλ. ιαῖος (πρβλ … Dictionary of Greek
κεγχριαίος — κεγχριαῑος, ία, ον (Α) ίσος στο μέγεθος με το κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ιαῑος (πρβλ. κολοσσ ιαίος, πλευρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κερκιδιαίον — κερκιδιαῑον, τὸ (Α) επιγρ. φράγμα ή τοίχος με σχήμα κερκίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος + κατάλ. ιαίος (πρβλ. κρηπιδ ιαίος, ταλαντ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κοινοστομιαίος — κοινοστομιαῑος, αία, ον (Μ) (εσφ. γρφ αντί κυνοστομιαίος) αυτός που έχει μήκος κυνοστόμου*, πιθαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνόστομον (το μήκος τού ανοίγματος τών δακτύλων μεταξύ αντίχειρα και λιχανού) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. τον ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κρηπιδιαίος — κρηπιδιαῑος, αία, ον (Α) επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρηπίδα, σε θεμέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. νωτ ιαίος, ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κροταφιαίος — α, ο (AM κροταφιαῑος, αία, ον) αυτός που έχει σχέση με τον κρόταφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόταφος + επίθημα ιαῖος (πρβλ. μην ιαίος, ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κυαθιαίος — κυαθιαῑος, αία, ον (AM) αυτός που περιέχεται σε έναν κύαθο, σε ένα ποτήρι («κυαθιαῑον ὕδωρ», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + κατάλ. ιαιος (πρβλ. κνημ ιαίος, μετωπ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κυαμιαίος — κυαμιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μέγεθος κυάμου, όσος ένα κουκί («ἐς ταύτην ἐμβάλλονται κλῆροι μικροί, ὅσον δὴ κυαμιαῑοι τὸ μέγεθος», Λουκιαν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποταμ ιαῖος, στιγμ ιαῖος)] … Dictionary of Greek