-
1 πρωκτός
πρωκτόςanus: masc nom sg -
2 πρωκτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωκτός
-
3 πρωκτός
Grammatical information: m.Meaning: `rump, anus' (Hippon., Ar.).Derivatives: πρωκτίζω `paedico' (Ar.).Origin: IE [Indo-European] [846] *pre\/oh₂ḱt- `buttock'Etymology: Identical with Arm. erastan-k` pl. `buttock' ( erastank' nom. actionis in -an). The easiest explanation of the form is from IE *preh₂ḱt- and *proh₂ḱt- (Beekes in Kortlandt, Armeniaca 191); s. Brugmann Grundr.2 I 477, WP. 2, 89, Pok. 846, Schwyzer 361. Cf. also Mayrhofer s. pr̥ṣṭhám.Page in Frisk: 2,608Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρωκτός
-
4 πρωκτούς
πρωκτόςanus: masc acc pl -
5 πρωκτόν
πρωκτόςanus: masc acc sg -
6 λευκόπρωκτος
λευκό-πρωκτος, ον,A with white πρωκτός, a play on the words εὐρύπρωκτος andλευκός 11.1c
, conveying a notion of cowardice, Call.Com.11 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκόπρωκτος
-
7 πρωκτού
-
8 πρωκτοῦ
-
9 πρωκτώ
-
10 πρωκτῷ
-
11 πρωκτώι
-
12 πρωκτῶι
-
13 πρωκτών
-
14 πρωκτῶν
-
15 βάταλος
A = πρωκτός, Eup.82; cf. βάτας, βατέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάταλος
-
16 δασύπρωκτος
δᾰσῠ-πρωκτος, ον,A rough-bottomed, Pl.Com.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δασύπρωκτος
-
17 εὐδίαιος
II [full] εὐδίαιον, τό, the end of a clyster-pipe, Paul. ex Fest.p.69 L.;εὔδιον Poll.4.181
.2 = γυναικεῖον μόριον, Hsch.3 = πρωκτός, Id.III as Adj., εὐδιαῖος, α, ον, caught in fair weather,τριγόλας Sophr.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδίαιος
-
18 εὐρύπρωκτος
εὐρῠ-πρωκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρύπρωκτος
-
19 θερμόπρωκτος
θερμό-πρωκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμόπρωκτος
-
20 κύρσεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύρσεος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρωκτός — anus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος … Dictionary of Greek
πρωκτός — ο το κάτω άκρο του απευθυσμένου, ο δακτύλιος, η έδρα, αλλ. κώλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωκτοῦ — πρωκτός anus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτούς — πρωκτός anus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτῶν — πρωκτός anus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτῷ — πρωκτός anus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωκτόν — πρωκτός anus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμόπρωκτος — θερμόπρωκτος, ον (Α) αυτός που επιζητεί πρωκτική ευνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πρωκτος (< πρωκτός), πρβλ. ευρύ πρωκτος] … Dictionary of Greek
συκόπρωκτος — ον, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αιμορροΐδες στον πρωκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, λακκό πρωκτος)] … Dictionary of Greek
χαυνόπρωκτος — ον, Α (κωμική λ.) κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, εὐρύ πρωκτος)] … Dictionary of Greek