-
1 ἀνοηταίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοηταίνω
-
2 ἀνόητος
ἀνό-ητος, ον,2 not within the province of thought,νοήματα ὄντα ἀνόητα εἶναι Pl.Prm. 132c
; not the object of thought, unthinkable, Plot.5.3.6 and 10. Adv. - τως without discursive thought, of vision,βλέψαι ἀ. Id.6.7.16
.II [voice] Act., not understanding, unintelligent, senseless, silly, Hdt.1.87, 8.24; ὦ ἀνόητοι oh fools! Ar.Lys. 572; ; opp. προνοητικός, X.Mem.1.3.9: [comp] Comp.- ότερος Luc.Peregr.33
; τὸ ἀ., opp. τὸ νοῦν ἔχον, Pl.Ti. 30b;τῷ θνητῷ καὶ ἀ. Id.Phd. 80b
;τὸ ἀ. [τῆς ψυχῆς] Id.R. 605b
, etc.:—of animals,τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες καὶ ἀ. Arist.HA 610b23
, cf. 622a3.b c. gen., not understanding,θεοῦ Max.Tyr. 41.5
;τῆς φωνῆς Luc.Asin.44
, cf. Ecphant. ap. Stob.4.7.64.2 of acts, thoughts, etc.,ἀ. γνῶμαι S.Aj. 162
(lyr.); ;εὐχειρίη Hp.Art.35
;ἀ. καὶ κενόν Ar.Ra. 530
; οἴνου.. καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων and all other follies, Id.Nu. 417.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνόητος
-
3 ἀνόημα
-
4 ἀνοήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοήμων
-
5 ἀνοησία
ἀνο-ησία, ἡ,2 opp. νόησις, un-knowing, i.e. mystical vision,θεωρεῖται ἀνοησία κρείττονι νοήσεως Porph.Sent.25
.3 mindlessness, ib.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοησία
-
6 ἀνοητία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοητία
-
7 Εὐρώπιος
1 of Europa πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Turyn, Wil.: εὐρωπία κρανᾶν ἑλ[ικὸ]ς τε ποταμοῦ G-H: Εὐρωπίᾳ κράνᾳ Μέλ[ανό]ς τε Wil.; cf. Turyn ad loc., “intellego appositionem esse ad verba ἲς Ἀχελωίου”: = ?Akidalian spring, Wil., G. G. A., 1900, 43) fr. 70. 2. -
8 ὀργη 1
ὀργη 1.Grammatical information: f.Meaning: `psychical drive, propensity, character, (strong) emotion, passion, wrath' (h. Cer. 205, Hes. Op.304; on the meaning Marg Charakter 13 f., cf. Diller Gnomon 15, 597).Compounds: As 2. member in ἄν-, δύσ-, εὔ-οργος (Cratin., S.), analog. enlarged in ἀν-, δυσ-, εὑ-όργ-ητος (Hp., Gorg., Th.; cf. ἄνο-ος: ἀνό-ητος a.o.) with - ησία f. (Hp., E.), with transference to the σ-stems e.g. περι-οργής (Th.).Derivatives: ὀργ-ίλος `irascible' (Hp., X., D., Arist.) with - ιλότης f. (Arist., Plu.). -- Besides, prob. as denomin., ὀργάω, rarely w. ἐξ- a.o., mostly pres. `to bristle, swell with nourishing liquids and juice' (of the earth and of fruits), `to bristle with, to be full of lust and desire' (of men), `to desire strongly' (IA.) with derivv.: 1. νέ-οργος `freshened' (γῆ, Thphr.; backformation); 2. ἐξόργησις f. `stong desire' (Herm. in Phdr.); 3. ὀργητύς ὀργή H.; 4. ὀργασμός f. `orgasm' (sch. Hp.), after σπασμός a.o. -- Further from ὀργή in the sense of `wrath': 1. ὀργίζομαι `to be angry', also - ίζω `to make angry', not seldom w. prefix, e.g. συν-, δι-, ἐξ-, παρ-, περι-, (Att.) with παροργ-ισμός m., - ισμα n. `provocation, wrath' (LXX, Ep. Eph.); 2. ὀργαίνω `to make, to be wrathful' (S., E.). -- From ὀργάω (if not from ὀργή or an older root-noun, s.bel.) also ὀργάς, - άδος f. `luxuriously fertile (earth, marsh)' (Att.); on the formation Schwyzer 508, Chantraine Form. 351 a. 356.Origin: IE [Indo-European] [1169] *u̯e\/or(H)ǵ- `swell of juice, strength, anger'Etymology: With ὀργή agrees formally exactly Skt. ūrjā́ f. `nourishment, strength' (on the phonetics Schwyzer 363), which however was enlarged from older ū́rj- `id.' (Wack.-Debrunner II: 2, 260f.); the formal identity of ὀργή and ūrjā́ is therefore secondary. Semantically ūrj(ā́) fits much better to ὀργάω, which preserved the original concrete meaning. The same transference to the psychological area as ὀργή shows OIr. ferc f. `rage' (IE *e). WP. 1, 289 w. lit., Pok. 1169, Mayrhofer 1,116, Dehò Ist. Lomb. 91, 372f.; older lit. also in Bq. The Skt. form seems to require *u̯rHg-, but this has not been definitely solved. -- After Specht KZ 59, 80 "first to ἔρδω"; for semantic influence of ἔργον on ὀργή (S. Ant. 355) and ὀργάς etc. Tovar Emer. 10, 228ff.Page in Frisk: 2,411Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀργη 1
-
9 ανοίκτην
ἀνο̄ίκτηςmasc acc sg (attic epic ionic)ἀνοίκτηςone who opens: masc acc sg (attic epic ionic) -
10 ἀνοίκτην
ἀνο̄ίκτηςmasc acc sg (attic epic ionic)ἀνοίκτηςone who opens: masc acc sg (attic epic ionic) -
11 ανοίκτης
-
12 ἀνοίκτης
-
13 ανοίκτου
ἄνοικτοςpitiless: masc /fem /neut gen sgἀνο̄ίκτηςmasc gen sgἀνοίκτηςone who opens: masc gen sg -
14 ἀνοίκτου
ἄνοικτοςpitiless: masc /fem /neut gen sgἀνο̄ίκτηςmasc gen sgἀνοίκτηςone who opens: masc gen sg -
15 κράνα
κρᾱνα (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.)1 springΦοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39
Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν P. 3.69
κράναν Ὑπερῇδα λιπών P. 4.125
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the spring Kyre in Cyrene P. 4.294 πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui Εὐρωπία ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b.* ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. test., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326. -
16 Μέλας
Μέλας a river flowing into lake Kopais in Boeotia; its reed beds were famous for producing flutes. πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (supp. Wil.: τε ποταμοῦ ῥοαὶ Π: ποταμοῦ del. Wil. ut glossema) fr. 70. 2. -
17 ῥοά
a stream, currentὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
παρ' Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36 Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ (Wil.: τε ποταμοῦ ῥοαὶ Π.) fr. 70. 2 ἰδίᾳ τἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς N. 3.25
b met. προμαθείας δ' ἀπόκινται ῥοαί (join προμαθείας ῥοαί) N. 11.46 met. of song, cf. N. 7.62 supra,ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.33
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11
ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.19
] ροαι δὲ Μοισαι[ ?fr. 334a. 3. -
18 τρέφω
τρέφω, τρᾰφω (τρέφει, τράφει, τρέφοντι; τράφοισα; τράφειν, τράφεν codd.: fut. θρέψει: impf. τράφε, τρέφον: aor. (ἔ) θρεψε(ν), θρέψαν; θρέψαισα; θρέψαι: med. aor. θρέψατο, -αντο: pass. aor. τρᾰφέντα, τρᾰφεῖσα.)a rear of childrenἔνθα τραφεῖσ' ὑπ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον P. 2.44
οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5
“ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί” P. 4.103 “ Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” (sc. Ἰάσονα: τράφειν Hartung) P. 4.115βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει N. 3.53
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
[ τρέφειν (v. l. τρέχειν) fr. 106. 2.] med.,δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46
ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.18
b met., of places ( Τυφώς)· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.17
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα (sc. Αἴγινα)καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις P. 8.26
Διρκαίων ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα P. 9.88
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13
ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει (v. l. τρέφει: i. e. a fisherman) I. 1.48 ( Πηλέι) ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” I. 8.40 πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον fr. 70. 3. ( Σιληνός) ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε fr. 156.c met., keepI tend, guardἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112
τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (sc. τίν) O. 10.95II form, develop θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος (sc. Ζεύς) N. 10.13III possess, occupyμία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
d frag. ] τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346. -
19 τραφω
τρέφω, τρᾰφω (τρέφει, τράφει, τρέφοντι; τράφοισα; τράφειν, τράφεν codd.: fut. θρέψει: impf. τράφε, τρέφον: aor. (ἔ) θρεψε(ν), θρέψαν; θρέψαισα; θρέψαι: med. aor. θρέψατο, -αντο: pass. aor. τρᾰφέντα, τρᾰφεῖσα.)a rear of childrenἔνθα τραφεῖσ' ὑπ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35
τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον P. 2.44
οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ Ἀσκλαπιόν P. 3.5
“ Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί” P. 4.103 “ Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν” (sc. Ἰάσονα: τράφειν Hartung) P. 4.115βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει N. 3.53
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
[ τρέφειν (v. l. τρέχειν) fr. 106. 2.] med.,δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46
ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.18
b met., of places ( Τυφώς)· τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.17
πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα (sc. Αἴγινα)καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις P. 8.26
Διρκαίων ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα P. 9.88
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13
ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει (v. l. τρέφει: i. e. a fisherman) I. 1.48 ( Πηλέι) ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον” I. 8.40 πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον fr. 70. 3. ( Σιληνός) ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε fr. 156.c met., keepI tend, guardἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει O. 1.112
τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός (sc. τίν) O. 10.95II form, develop θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος (sc. Ζεύς) N. 10.13III possess, occupyμία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
d frag. ] τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346. -
20 ἄνευ
Aἄνευν IG4.1484.58
(Epid.); (Olymp.):—Prep. (never used in compos.) c. gen. (c. acc. only GDIl.c.), without, opp.σύν, ἄνευ ἕθεν οὐδὲ σὺν αὐτῷ 11.17.407
; ἄ. κέντροιο without the goad, 23.387;μόνος ἄ. τινός Ar.Lys. 143
, Pl.Smp. 217a; in pregnant sense, ἄ. θεῶν, mostly with neg.,οὔτι ἄ. θεοῦ ἥδε γε βουλή Od.2.372
;οὔ τοι ἄ. θεοῦ ἔπτατο.. ὄρνις 15.531
;οὐκ ἄ. θεῶν τινος A.Pers. 164
;μηδὲ θύεσθαι μέν τιν' ἰδίᾳ ἄ. τοῦ ἄρχοντος Aen.Tact.10.4
; also without neg., ἄ. ἐμέθεν without my knowledge and will, 11.15.213; ἄ. πολιτᾶν without their consent, A.Ch. 431;ἄ. τοῦ κραίνοντος S.OC 926
; ἄ. τοῦ ὑγιεινοῦ without reference to health, Pl.Grg. 518d, cf. 519a;οὐκ ἐνδέχεται ζῆν ἄ. κακοῦ τινος Diph.32.12
,etc.II away from, far from,ἄ. δηΐων 11.13.556
;ἄ. ὄψου ποιεῖν τινας ἑστιωμένους Pl.R. 372c
, cf. Hp.Ma. 290e.III in Prose, except, besides,πάντα ἄ. χρυσοῦ Id.Criti. 112c
;ἄ. τοῦ καλὴν δόξαν ἐνεγκεῖν
praeterquam quod attulerit..,D.
18.89; καὶ ἄ. τοῦ λαμβάνειν even without it, X.Cyr.5.4.28.—In early writers it rarely follows its case,ὑφηγητοῦ δ' ἄ. S.OC 502
;ὧν ἄ. X.Cyr.6.1.14
; freq. in later Prose, as always in Arist., Metaph. 1071a2, al., cf. Plu.2.47c, etc. (Cf. Goth. inu, OHG. ᾱνο 'without'; perh. akin to neg. pref. ἀ-.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνοίκτην — ἀνο̄ίκτης masc acc sg (attic epic ionic) ἀνοίκτης one who opens masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίκτης — ἀνο̄ίκτης masc nom sg ἀνοίκτης one who opens masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
λάγανο — το (Α λάγανον) νεοελλ. πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα αρχ. λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα ανο (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πτισάνη — η, ΝΑ νεοελλ. (φαρμ.) υγρό φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει ασθενή αναλογία φυτικών προϊόντων με λίγες δραστικές ουσίες και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων ή ως πόμα αρχ. αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ράφανος — ο / ῥάφανος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥέφανος Α η ραφανίδα μσν. αρχ. 1. το φυτό κράμβη 2. φρ. «ῥάφανος ἀγρία» α) η άγρια κράμβη β) η αγριοραφανίδα, η λαψάνα γ) το φυτό ευφόρβιο το απιοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ονομασία για το γογγύλι, η οποία… … Dictionary of Greek
τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… … Dictionary of Greek
λείψανο — το (AM λείψανον) 1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.) 2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
τραγανός — (I) ή, ό / τραγανός, ή, όν, ΝΑ όμοιος με χόνδρο, υπόσκληρος νεοελλ. 1. αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανιστός («τραγανή πατάτα») 2. το ουδ. ως ουσ. το τραγανό χόνδρος τής μύτης ή τού αφτιού αρχ. εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ… … Dictionary of Greek
τρύπανο — το / τρύπανον, ΝΜΑ 1. το τρυπάνι 2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον τρυπανισμό οστών και κυρίως για διάτρηση τού κρανίου νεοελλ. τεχνολ. α) δράπανο β) το γεωτρύπανο μσν. αρχ. πολιορκητική μηχανή που, στο Βυζάντιο, χρησίμευε … Dictionary of Greek