-
101 ιεραξ
ὠκύπτερος «быстрокрылый», ὤκιστος πετεηνῶν «быстрейший из птиц», φασσοφόνος «уничтожающий голубей»
-
102 ιεροφυλαξ
-
103 καλλιδοναξ
-
104 καμαξ
1) шест, жердь, тычина(ἀλωέ ἑστήκει κάμαξι Hom.)
2) палка, стержень, прут(πεύκης Aesch.; θύρσου Anth.)
3) копье Aesch., Eur.4) стержень или рукоять весла Luc. -
105 καρδιοφυλαξ
-
106 καρποφυλας
-
107 κεροιαξ
-
108 κλασιβωλαξ
-
109 κλειδοφυλαξ
-
110 κλιμαξ
- ᾰκος ἥ1) лестница(ὑψηλή Hom.; κλίμακος προσαμβάσεις Aesch.; κλίμακας προστιθέναι Thuc.)
κλίμακες Βραυρώνιαι Eur. — терассы (уступы) Браврона (см. Βραυρών)2) мор. трап Eur.3) дыбаἐν κλίμακι δῆσαί τινα Arph. — растянуть на дыбе кого-л.
4) «лестница» ( особый прием борьбы) Soph.5) рит. климакс (лат. gradatio, ряд близких по основному смыслу, но возрастающих по силе слов Cic., Quint., напр.: ᾤχωκ΄, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι Soph.) -
111 Κλιμαξ
-
112 κλωμαξ
-
113 κνωδαξ
-
114 κολαξ
καὴ πάντες οἱ κόλακες θητικοὴ καὴ οἱ ταπεινοὴ κόλακες Arst. — все льстецы - наемники, а все низкие люди - льстецы
-
115 κονδαξ
-
116 κοραξ
- ᾰκος ὅ1) воронἐκ κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν погов. Sext. — от плохого ворона и яйцо плохое (ср. яблочко от яблони недалеко падает);
κ. λευκός погов. Anth. — белый ворон, диковина;κόραξι καὴ λύκοις χαρίζεσθαι Luc. — угождать воронам и волкам, т.е. прикармливать жадных и неблагодарных людей;(φεῦγ΄ или βάλλ΄) ἐς κόρακας! Arst., Arph. (лат. pasce corvos!) — чтоб тебя вороны склевали!, т.е. проваливай прочь!;οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε! Arph. — проваливайте отсюда!2) предполож. птица баклан Arst.3) абордажный крюк4) стеноломный крюк ( осадное орудие)(κόρακες καὴ σιδηραὴ χεῖρες Diod.)
5) дверной крюк (sc. τῶν πυλῶν Anth.)6) шейная колодка ( орудие пытки)(κλοιὸς καὴ κ. Luc.)
-
117 κορδαξ
κόρδακα ἑλκύσαι Arph. или ὀρχεῖσθαι Luc. — плясать кордак
-
118 λαβραξ
- ᾱκος ὅ предполож. морской окунь ( Labrax lupus или Sebastes marinus) Arph., Arst., Plut. -
119 λαρναξ
1) ящик, сундук Hom., Her.2) погребальная урна(λ. χρυσείη Hom.)
3) гроб(λ. κυπαριοσίνη Thuc.)
4) ковчег(τοῦ Δευκαλίωνος Luc., Plut.)
-
120 λειμαξ
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek