Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κλασιβῶλαξ

См. также в других словарях:

  • κλασιβώλαξ — κλασιβῶλαξ, ώλακος, ό, ή (Α) αυτός που θραύει τους βώλους τής γης («χαλκὸν ἀροτρητήν, κλασιβώλακα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶ (πρβλ. κλάσις) + βῶλαξ «βῶλος απὸ χώμα». Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • κλασιβώλακα — κλασιβώ̱λακα , κλασιβῶλαξ breaking clods masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»