-
61 αδας
-
62 Αιδας...
Ἅιδας...ᾅδας, Ἅιδαςдор. = ἅδης -
63 Αις
ὁ (только gen. Ἄϊδος Hom., Hes.) = Ἅδης -
64 θανατος
(θᾰ) ὅ1) смерть(ἐν τῇ ζωῇ καὴ ἐν πᾶσι θανάτοις Plat.; γένεσις καὴ θ. Arst.; θ. αἰφνίδιος Plut.)
θανέειν οἰκτίστῳ θανάτῳ Hom. — умереть самой жалкой смертью;στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνῄσκειν Plut. — умереть смертью полководца;θ. τάδ΄ ἀκούειν Soph. — слышать это - смерти подобно (ср. «горше смерти»);ἥ πληγέ τοῦ θανάτου NT. — смертельная рана;χώρα καὴ σκιὰ θανάτου NT. = ὅ ᾅδης2) умерщвление, убийство(δεσποτῶν Aesch.; οἱ ἐν τῷ φανερῷ θάνατοι Arst.)
ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων Soph. — мститель за неведомо кем совершенное убийство (Лаия);θάνατοι αὐθένται Aesch. — убийство близких3) смертный приговор, казньπολλῶν θανάτων ἄξιος Dem. — достойный тысячи казней;
περὴ θανάτου διώκειν Xen. — преследовать по обвинению, грозящему смертной казнью;θανάτου χρίνεσθαι Thuc. — быть под судом по делу, угрожающему смертным приговором;(κατα)δεῖν τέν ἐπὴ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. — связать для ведения на казнь;4) мертвец, труп -
65 Άιδαι
-
66 Ἅιδαι
-
67 Άιδαν
-
68 Ἅιδαν
-
69 Άιδαο
-
70 Ἅιδαο
-
71 Άιδηι
-
72 Ἅιδηι
-
73 Άιδην
-
74 Ἅιδην
-
75 Άιδης
-
76 Ἅιδης
-
77 Άιδι
-
78 ᾌιδι
-
79 Άιδος
-
80 ᾌιδος
См. также в других словарях:
ᾅδης — ao masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άδης — (θηλ. άδα) κατάληξη πατρωνυμικών και μητρωνυμικών ονομάτων, που σημαίνουν γιο, κόρη ή, γενικά, απόγονο, όπως Ασκληπιός άδης, Τελαμών ιάδης κ.λπ. πρβλ. νεώτ. Γεώργιος άδης, Δημήτριος άδης … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
Άδης — ο ο τόπος που πάνε οι ψυχές ύστερα από το θάνατο, ο κάτω κόσμος, σκοτάδι, μαυρίλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἄδης — Ἄδα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅδης — ἔδης , δέω 1 bind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔδης , δέω 2 lack imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἔδης , δεῖ there is need imperf ind act 2nd sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾄδῃς — ἀείδω il.Parv.. pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅιδη — ᾍδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅιδην — ᾍδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅιδης — ᾍδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅιδου — ᾍδης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)