Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ώων

См. также в других словарях:

  • ὠῶν — ᾠόν egg neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤων — ἄ̱ων , ἀάω hurt imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ων , ἀάω hurt imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠῶν — ᾤα sheepskin fem gen pl ὠίζω to sit on eggs fut part act masc nom sg (attic epic doric) ᾠόν egg neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾤων — οἰάω imperf ind act 3rd pl οἰάω imperf ind act 1st sg ᾦον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • аице — АИЦ|Е (2*), А с. Яйцо: въ •м҃• д҃нъ ст҃го поста. аицѩ и сыры ˫асти нѣкыимъ. (ὠά) КЕ XII, 59а; постъ творити. и не приімати ˫ако (и) жьрьтвьна вьсѩкого. такожде же и аицѩ. и сыра. (ὠῶν) Там же, 59а. Ср. ˫аице …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… …   Dictionary of Greek

  • κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • πολυσπερμία — Εισχώρηση περισσότερων από ένα σπερματοζωαρίων μέσα στο ώριμο ωάριο (αλλιώς υπεργονιμοποίηση). Κανονικά, το ώριμο ωάριο γονιμοποιείται με την είσοδο στο εσωτερικό του ενός μόνο σπερματοζωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωό περιβάλλεται αμέσως από μια… …   Dictionary of Greek

  • σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… …   Dictionary of Greek

  • τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά …   Dictionary of Greek

  • χηναλωπέκειος — εία, ον, Α [χηναλώπηξ, εκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χηναλώπεκα («τῶν ᾠῶν φασὶ πρωτεύειν τὰ τῶν ταῶν μεθ ἅ εἶναι τὰ χηναλωπέκεια», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»