-
1 ώων
ἄ̱ων, ἀάωhurt: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἄ̱ων, ἀάωhurt: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)——————οἰάωimperf ind act 3rd plοἰάωimperf ind act 1st sgᾦονneut gen pl -
2 ὠων
-
3 ὠῶν
-
4 ᾠων
ᾤαsheepskin: fem gen plὠίζωto sit on eggs: fut part act masc nom sg (attic epic doric)ᾠόνegg: neut gen pl -
5 ᾠῶν
ᾤαsheepskin: fem gen plὠίζωto sit on eggs: fut part act masc nom sg (attic epic doric)ᾠόνegg: neut gen pl -
6 ὤων
Βλ. λ. ώων -
7 ᾤων
Βλ. λ. ώων -
8 κρόκος
A saffron, Crocus sativus, Il.14.348, h.Cer. 6, Hippon.41, S.OC 685 (lyr.), Cratin.98 (pl.), A.R.3.855, cf. Thphr. HP4.3.1, al., Dsc.1.26, etc.b κ. λευκός, C. cancellatus, Thphr.HP 7.7.4.c κ. ἀκανθώδης, = κνῆκος, ibid.2 saffron (made from its stigmas), Ar.Nu.51, etc.;κρόκου βαφάς A.Ag. 239
(lyr.); κ. Ἀραβικός Edict.Diocl.inἈθηνᾶ 18.6
.4 σὺν κρόκῳ ᾠῶν yolk of egg, Alex.Trall.1.1: pl.,ᾠῶν τὰ κρόκα Paul.Aeg.3.78
. -
9 σηκός
σηκός, ὁ, 1) der Stall, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταϑμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Uebh. Wohnung, Lager für Menschen u. Thiere, σηκὸν ἐς μελαμβαϑῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ τεῖχος περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος οἶκος τοῦ ναοῠ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie ναός den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αϑηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. στέλεχος, vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῠ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. ἐλαία πολύκλαδος, B. A. 304; nach Harpocr. = μορία, was man vgl. – Nach Eust. auch wie σήκωμα, Gewicht.
-
10 ὀλίγος
ὀλίγος, wenig; zunächst von der Menge, Ggstz von πολύς; ὀλίγ' ἀπαγγέλλω κακά, Aesch. Pers. 322; ἀριϑμὸν ὀλίγον, kleine Zahl, Eur. Herc. fur. 6; in Prosa überall, ἑνὸς καὶ πλήϑους τὸ ὀλίγον μέσον, Plat. Polit. 303 a; in ἡ ὑπὸ τῶν ὀλίγων δυναστεία, ib. 291 d sind οἱ ὀλίγοι, im Ggstz gegen τὸ πλῆϑος, die wenigen Herrschenden, die Regierungspartei in der Oligarchie; Thuc. 8, 9 u. öfter; αἱ διὰ τῶν ὀλίγων δυναστεῖαι, Dem. 60, 25, vgl. Lept. 108; Arist.; – von räumlicher Ausdehnung, klein; ὀλίγος δ' ἔτι χῶρος ἐρύκει, Il. 10, 161; ὀλίγῳ ἐνὶ χώρῳ, 12, 423; ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα, 3, 115; von körperlicher Größe, Αἴας, Oileus Sohn, 2, 529; Od. 9, 515; κῦμα οὔτε μέγ' οὔτ' ὀλίγον, 10, 94; σάκος, Il. 14, 376; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ, Her. 9, 70; von der Zeit, χρόνος, Il. 19, 157. 23, 418; ὀλίγη δέ τ' ἀνάπνευσις πολέμοιο, 11, 801; von der Zeit auch Pind. N. 7, 38; ὀλίγον γὰρ χρόνον ἀλλήλοις διειλέγμεϑα, Plat. Apol. 37 a. – Uebh. gering; ὀλίγον δέ μιν ἄχϑος ἐπείγει, Il. 12, 452; δόσις ὀλίγη τε φίλη τε, Od. 6, 208, wie οὐκ ὀλίγαν δόσιν Pind. P. 10, 20; c. inf., zu wenig, um zu, ἐόντων αὐτῶν ὀλίγων τὸν Μήδων στρατὸν ἀλέξασϑαι, Her. 7, 207, vgl. 6, 109; δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν, Thuc. 1, 50. – Adverbial ὀλίγ ο ν, ein wenig, gar wenig; ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαϑον, Il. 11, 52; ὀλίγον δὲ παρακλίνας, 23, 424; ἐμεῖ' ὀλίγον προγενέστε ρός ἐστιν, ibd. 789; so bes. bei comparat., ὀλίγον σοφώτερος, Eur. Hipp. 987; ὀλίγον τι πρότερον τούτων, Her. 4, 81. (v. l. ὀλίγῳ, s. unten); τὰ λεχϑέντα ὀλίγον ἔμπροσϑεν, Plat. Phaedr. 277 d; ὀλίγον πρότερον, ὕστερον, Polit. 262 b Gorg. 454 b u. öfter; Xen. An. 7, 2, 20 u. Sp. – Aber beim comparat. steht auch eben so oft ὀλίγῳ, z. B. πρότερον, ὕστερον, Plat. Gorg. 460 c Rep. I, 327 b; οὐκ ὀλίγῳ μου πλεονεκτεῖν διανοεῖ, nicht um ein weniges, Conv. 218 e; – ὀλίγου, um ein weniges, fast, beinahe; Od. 14, 37; μεταξὺ δ' ἀλκὰ δι' ὀλίγου τείνει πύργος ἐν εὔρει, Aesch. Spt. 744; eigtl. vom Preise, ταῦτα ἕτερον ἂν διδάξειεν ὀλίγου, für einen geringen Preis. für ein weniges, Plat. Soph. 234 a (vgl. auch ὀλί. γου δεῖν unter δέω) fast, Prot. 361 c Phaedr. 258 e u. öfter; ὀλίγου εἰς χιλίους, fast an Tausend, Thuc. 4, 124, v. l. ὀλίγῳ; – παρ' ὀλίγον ποιεῖσϑαι, gering achten, Xen. An. 6, 4, 11; παρ' ὀλίγον διέλυσαν τὸν ἄνϑρωπον, beinahe, Pol. 18, 29, 12; παρ' ὀλίγον ἦλϑε τοῦ ἐκπεσεῖν, 2, 55, 4; παρ' ὀλίγον ἦλϑε τὰ πράγματα τοῦ πάντας ἐπανελϑεῖν, es kam beinahe so weit, 33, 2, 1, öfter; – κατ ' ὀλίγον, bei Kleinem, nach u. nach, allmälig, Plat. Tim. 85 d; Her. sagt auch οὗτοι κατ' ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο, sie kämpften in kleinen Abtheilungen, vereinzelt, 9, 102; τῶν ἄλλων συμμάχων ἐξελέγετο κατ' ὀλίγους, 8, 113; τῶν ὠῶν ἀποῤῥαίνουσι κατ' ὀλίγους τῶν κέγχρων, 2, 93; κατ' ὀλίγας, Plat. Theaet. 197 d, Sp., wie Pol. 8, 16, 6; Hdn. 2, 7, 10 u. öfter; – δι' ὀλίγων, mit Wenigem, in Kürze, εἰ δεῖ δι' ὀλίγων περὶ μεγίστων ὅτι τάχιστα ῥηϑῆναι, Plat. Phil. 31 d; Legg. VI, 778 c; – ἐν ὀλίγῳ, in Kurzem, Apol. 22 b; – δι' ὀλίγου, in kurzem Zwischenraume, bald darauf, ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, im Ggstz von ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπειρία, Thuc. 2, 85, vgl. 5, 69; δι' ὀλίγου ἀπελϑεῖν, bald, schnell, 6, 11, auch δι' ὀλίγων, vgl. Valck. Eur. Phoen. 1105; – ἐπ' ὀλίγον, auf kurze Zeit; μετ' ὀλίγον, nach Kurzem, Plat. Legg. XII, 950 d; – ἐξ ὀλίγου, seit Kurzem, dah. plötzlich, Thuc. 2, 61. 5, 64. – Den regelmäßigen comparat. ὀλιγώτερος haben erst Sp., Ael. H. A. 2, 42. 6, 51; auch bei Hippocr. soll er vorkommen, – Das adv. ὀλίγως ist selten, vielleicht nur Strat. 47 (XII, 205). – Superlat. ὀλίγιστος, nur auf die Zahl, Menge gehend, Il. 19, 223, Hes. O. 721; καὶ τοῦτο φύσει ὀλίγιστον γίγνεται γένος, Plat. Rep. IV, 428 e; ὀλίγιστοι τὸν ἀριϑμόν, V, 473 b; ὅτι σμικρόταται και ὀλίγισται ἀδικίαι, Legg. V, 743 b; δύο ἄρα δεῖ τὸ ὀλίγιστον εἶναι, zwei zum wenigsten, Parm. 149 a; auch δι' ὀλιγίστων ἔσφηλε καὶ Δίωνα (vgl. δι' ὀλίγου), Ep. VII, 351 d; einzeln bei den Folgdn; Sp. bilden auch davon noch ὀλιγίστατος u. das adv. ὀλιγίστως. – Die unregelmäßigen ὀλίζων, ὀλιζότερος s. besonders. – In Beziehung auf die Größe wird als comparat. zu ὀλίγος auch μείων u. ἐλάσσων gebraucht, als superl. ἐλάχ ιστος, ἥκιστος.
-
11 ἄ-λοχος
ἄ-λοχος, ἡ, 1) (ἀ copulat. u. λέχος), Bett-, Ehegenossin, Gattin, bei Dichtern; auch Kebsweib, Il. 9, 336, vgl. Od. 4, 623. 9, 115 Iliad. 21, 499; Gegensatz δούλη Iliad. 3, 409; Od. 14, 202 ἄλλοι υἱέες γνήσιοι ἐξ ἀλόχου (Scholl. v. l. ἀλόχων)· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰϑαιγενέεσσιν ἐτίμα, Iliad. 1, 114 κουριδίη ἀ., μνηστή 9, 556, μνηστὴ κουριδίη 11, 242, πολύδωρος 6, 394. ἄλοχος δέσποινα Od. 3, 403, ἀ. ϑυμαρέα Iliad. 9, 336, κεδνὰ ἰδυῖα Od. 20, 57, ϑυμαρέα κεδνὰ ἰδυῖαν Od. 23, 232, φίλη Iliad. 6, 482, αἰδοίῃς Iliad. 6, 250. 21, 460 Od. 10, 11, ἰφϑίμη Od. 12, 452, ἀντιϑέη 11, 117, κεδνή 1, 432, ἀμφιδρυφής Iliad. 2, 700, οὐλομένη Od. 4, 92; ἄξομαι ἀμφοτέροις ἀλόχους Od. 21, 214; γήμαντι μνηστὴν ἄλοχον, εἰκυῖαν ἄκοιτιν Iliad. 9, 399; neben Ἕκτορος ἄλοχος, Τρώων ἄλοχοι Iliad. 6, 238, ἀριστήων Od. 11, 227, κουριδίη Μενελάου Il. 7, 392 u. s. w. Iliad. 14, 317 Ἰξιονίης ἀλόχοιο, Od. 3, 264 Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον, wie z. B. σὴ ἄλοχος Iliad. 21, 512, ἡμέτεραι ἄλοχοι 2, 136; πρίν τινα πὰρ Τρ ώων ἀλόχῳ κατακοιμηϑῆναι 2, 355. – 2) (ἀ privat. - λόχος) bei Plat. Theaet. 149 b die noch nicht geboren hat, Jungfrau, Artemis.
-
12 ἐκ-κόλαψις
ἐκ-κόλαψις, ἡ, das Auspicken, Ausbrüten, ᾠῶν Arist. H. A. 6, 3.
-
13 ἑκατόμ-βη
ἑκατόμ-βη, ἡ (βοῦς), die Hekatombe, eigtl. Opfer von hundert Rindern, vgl. Her. 6, 129; doch wird die Zahl nicht festgehalten; übh. jedes große, feierliche Opfer, so von 12 Rindern, Il. 6, 93. 115; von 81 dergleichen, Od. 3, 59; anch von andern Thieren, ταύρων καὶ ἀρνειῶν 1, 15; Il. 1, 315; von 50 Schaafböcken 23, 146; ἀρνῶν 864; ὄνων Pind. P. 10, 33; kom. πουλυπόδων Anaxandr. Ath. IV, 131 (v. 29); ᾠῶν Ephipp. ib. XIV, 642 e. Bei Her. 4, 179 werden auch Weihgeschenke dazu gerechnet.
-
14 διδυμα
τά1) пара(τὰ δίδυμα τῶν ᾠῶν Arst.; δ. τέκνων Soph.)
2) двойня(τίκτειν δ. Arst.). - см. тж. δίδυμος
-
15 διχροια
-
16 εκκολαψις
-
17 Τρωες
-
18 μάτρως
μᾱτρως (-ως, -ωος, -ωι, -ῳ; -ωες, -ώων.)1 relative on the mother's side.a mother's father μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν Opous O. 9.63b mother's brother, uncleεἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli, et Σ̆γρ ut vid.: Πυθέας codd., Wil., sed cf. I. 6.62) N. 5.43 ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (Er. Schmid: μάτρωες codd.: i. e. the sons of Lampon and their uncle Euthymenes) I. 6.62 dub.,μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24
c ancestor on the mother's sideεἰ δ' ἐτύμως ὑπὸ Κυλλάνας ὄρος, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες ναιετάοντες ἐδώρησαν O. 6.77
ἕπεται δὲ ( ἐπέβα δὲ coni. Wil.),Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμά N. 10.37
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.37
]ματρω[ Πα. 7C. b. 2. -
19 πατρώιος
(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) O. 2.35 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: - ωαν codd.) O. 7.75 ἀέθλων πατρωίων (byz.: - ώων codd.) P. 4.220πατρῴας ἀπὸ γᾶς P. 4.290
πατρωίαν πόλιν (byz.: - ώαν codd.) P. 5.53πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
βουσὶν πατρῴαις P. 9.23
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) P. 10.72Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
[ πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) N. 9.14] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: - ῴῳ codd.) N. 10.66τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates I. 2.44 πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12. -
20 πατρῷος
(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) O. 2.35 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: - ωαν codd.) O. 7.75 ἀέθλων πατρωίων (byz.: - ώων codd.) P. 4.220πατρῴας ἀπὸ γᾶς P. 4.290
πατρωίαν πόλιν (byz.: - ώαν codd.) P. 5.53πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
βουσὶν πατρῴαις P. 9.23
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) P. 10.72Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
[ πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) N. 9.14] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: - ῴῳ codd.) N. 10.66τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates I. 2.44 πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ]ρῴαν Ἑκαερ[γ (supp. Snell: ]ρωιαν Π̆{S}: ]ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ[ Θρ. 4. 12.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὠῶν — ᾠόν egg neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤων — ἄ̱ων , ἀάω hurt imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ων , ἀάω hurt imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠῶν — ᾤα sheepskin fem gen pl ὠίζω to sit on eggs fut part act masc nom sg (attic epic doric) ᾠόν egg neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾤων — οἰάω imperf ind act 3rd pl οἰάω imperf ind act 1st sg ᾦον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
аице — АИЦ|Е (2*), А с. Яйцо: въ •м҃• д҃нъ ст҃го поста. аицѩ и сыры ˫асти нѣкыимъ. (ὠά) КЕ XII, 59а; постъ творити. и не приімати ˫ако (и) жьрьтвьна вьсѩкого. такожде же и аицѩ. и сыра. (ὠῶν) Там же, 59а. Ср. ˫аице … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
κατακυκώ — κατακυκῶ, άω (AM) μσν. ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.) αρχ. αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκῶ «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
πολυσπερμία — Εισχώρηση περισσότερων από ένα σπερματοζωαρίων μέσα στο ώριμο ωάριο (αλλιώς υπεργονιμοποίηση). Κανονικά, το ώριμο ωάριο γονιμοποιείται με την είσοδο στο εσωτερικό του ενός μόνο σπερματοζωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωό περιβάλλεται αμέσως από μια… … Dictionary of Greek
σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… … Dictionary of Greek
τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά … Dictionary of Greek
χηναλωπέκειος — εία, ον, Α [χηναλώπηξ, εκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χηναλώπεκα («τῶν ᾠῶν φασὶ πρωτεύειν τὰ τῶν ταῶν μεθ ἅ εἶναι τὰ χηναλωπέκεια», Αθήν.) … Dictionary of Greek