-
1 ἁπαλύνω
ἁπᾰλ-ύνω [ῡ],A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50.2 make tender or delicate,τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1
:—[voice] Pass., to be softened, metaph., LXX4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁπαλύνω
См. также в других словарях:
ιλαρύνω — (Α ἱλαρύνω). 1. κάνω κάποιον ιλαρό, φαιδρύνω, χαροποιώ 2. μέσ. ιλαρύνομαι χαίρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + κατάλ. ύνω (πρβλ. απαλ ύνω, φαιδρ ύνω)] … Dictionary of Greek