Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ύλλιον

См. также в других словарях:

  • -ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… …   Dictionary of Greek

  • -ούλι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. και ιταλ. κατάλ. ullus (πρβλ. μσν. δενδρ ούλλιν, θρυμμ ούλλιν). Κατ άλλη άποψη, η κατάλ. ούλλιν έχει προέλθει από την αρχ. υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον, δενδρ ύλλιον) με τροπή… …   Dictionary of Greek

  • κεραμύλλιον — κεραμύλλιον, τὸ (Α) μικρό κεραμίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + υποκορ. κατάλ. ύλλιον, πρβλ. ανθ ύλλιον, ζω ύλλιον] …   Dictionary of Greek

  • κρεΰλλιον — κρεΰλλιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. υλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον, ειδ ύλλιον)] …   Dictionary of Greek

  • επύλλιο — Σύντομη ποιητική σύνθεση σε εξάμετρο με επικό θέμα, χαρακτηριστική της αλεξανδρινής εποχής· παρουσίαζε το ηρωικό στοιχείο με το πνεύμα της εποχής –ενδίδοντας στην προβολή της λεπτομέρειας και της αισθηματολογίας– με απεικονίσεις της καθημερινής… …   Dictionary of Greek

  • ξενύλλιον — ξενύλλιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ξένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ειδ ύλλιον)] …   Dictionary of Greek

  • παιδαρύλλιον — παιδαρύλλιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού παιδάριον) παιδαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδάριον + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ειδ ύλλιον)] …   Dictionary of Greek

  • παιδύλλιον — παιδύλλιον, τὸ (Μ) μικρό παιδί, παιδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ειδ ύλλιον)] …   Dictionary of Greek

  • προβατύλλιον — τὸ, Μ (με υποκορ. σημ.) μικρό πρόβατο, προβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον)] …   Dictionary of Greek

  • στεγύλλιον — τὸ, Α 1. μικρό υπόστεγο 2. (ποιητ. τ.) εργαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγος + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ἀνθ ύλλιον)] …   Dictionary of Greek

  • -υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»