Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡβητήρ

См. также в других словарях:

  • ηβητήρ — ἡβητήρ, ὁ (Α) [ηβώ] ηβητής*, νέος, ακμαίος …   Dictionary of Greek

  • ἡβητήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβητῆρα — ἡβητήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβητῆρας — ἡβητήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβητῆρες — ἡβητήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβητῆρι — ἡβητήρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡβητῆρος — ἡβητήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GANYMEDES — Trois fil. puer formosissimus, quem cum Iuppiter deperiret, in Idae monte venantem ab aquila rapi iussit, et in caelum afferri, eumque poculis praefici, repudiato ministerio Hebes, filiae Iunonis, quae ante illius raptum miscendo nectari praeerat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανηβητήριος — ἀνηβητήριος, α, ον (Α) [ηβητήρ] αυτός που φέρνει ξανάνιωμα, αναζωογονεί, ανανεώνει …   Dictionary of Greek

  • ηβήτωρ — ἡβήτωρ, ὁ (Α) ηβητής*, νέος, ακμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηβώ + κατάλ. ητωρ (πρβλ. ηγ ήτωρ, οικ ήτωρ). Παράλληλος τ. τού ηβητήρ στην ελληνιστική ποίηση χρησιμοποιούνται και οι δύο τύποι με την ίδια σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ηβητήριον — ἡβητήριον, τὸ (Α) [ηβητήρ] 1. τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι έφηβοι για γυμναστική ή διασκέδαση, παιχνίδι 2. συμπόσιο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»