Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ύζω

См. также в других словарях:

  • ύζω — Α (πιθ. αντί τού νύσσω) μτφ. (για τη συνείδηση) κεντώ, ενοχλώ …   Dictionary of Greek

  • κελαρύζω — (Α κελαρύζω) (για τρεχούμενο νερό) κυλώ με μουρμουρητό, ηχώ τραγουδιστά, γαργαρίζω («τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ αυλάκια», Παπαδ.) αρχ. 1. ξεχύνομαι άφθονος, αναβλύζω 2. χύνω υγρό βγάζοντας ήχο… …   Dictionary of Greek

  • τονθορίζω — και τονθορύζω ΝΑ, και τονθρύζω Α μουρμουρίζω αρχ. μουγκρίζω («ἐτονθόρυζε ταῡρος < ὡς> νεοσφαγής», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τορθορύζω με ανομοίωση τού ρ , από το θ. θορυ τού θόρυβος* με… …   Dictionary of Greek

  • ολολύζω — (ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω) βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω αρχ. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ ὀλόλυξε θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).… …   Dictionary of Greek

  • ρύζω — και ῥυζῶ, έω, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω 2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι» β) «ῥυζῶν πενθῶν διὰ τὸ τοὺς πενθοῡντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ταρβύζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταρβῶ»· [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ταρβῶ, κατά τα ρ. σε ύζω] …   Dictionary of Greek

  • i̯ū̆ 2 —     i̯ū̆ 2     English meaning: exclamatory interjection     Deutsche Übersetzung: Ausruf, especially Jauchzen     Material: Gk. ἰαυοῖ “juche!” (ἰαῦ, ἰύ:), ἰύ: “ interjection of amazement”; with silbischem, to Teil langem i (ī̆u ) reiht sich an… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»