-
1 βαβίζω
-
2 βαβίζω
yelpΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βαβίζω
-
3 βαβίζει
βαβίζωpres ind mp 2nd sgβαβίζωpres ind act 3rd sg -
4 βαβάζειν
Grammatical information: v.Derivatives: βάβαξ m. `chatterer' (Archil.); βάβακοι ὑπὸ Ήλείων τέττιγες, ὑπὸ Ποντικῶν δε βάτραχοι; βάβακα τὸν γάλλον H. (s. Maas, Rh. M. 74 (1925) 469f.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Onomatopoetic forms like many others; cf. βαβαί, βάζω, βαΰζω, βαβράζω, βάβαλον; also βάρβαρος, βαβύρτας, βόμβος etc. For other languages s. Pok. 91, W.-Hofmann s. babit.Page in Frisk: 1,206Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βαβάζειν
См. также в других словарях:
βαβίζω — βαβίζω, βάβισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαβίζω — (Μ βαβύζω) γαβγίζω νεοελλ. 1. βρίζω, κατηγορώ 2. μουρμουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. βαβ*, που μιμείται το γάβγισμα του σκύλου] … Dictionary of Greek
βαβίζω — ισα, γαβγίζω: Μη βαβίζεις σαν σκυλί που το δέρνουν! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαβίζει — βαβίζω pres ind mp 2nd sg βαβίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάβισμα — το [βαβίζω] το γάβγισμα … Dictionary of Greek