-
121 ἀχρειότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχρειότης
-
122 ἁλμυρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλμυρότης
-
123 ἁλυκότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλυκότης
-
124 ἐλαττονότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαττονότης
-
125 ἐλαφρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαφρότης
-
126 ἐλαχιστότης
A exiguitas, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαχιστότης
-
127 ἐναιμότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναιμότης
-
128 ἐναργότης
A = ἐνάργεια, Poll.4.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναργότης
См. также в других словарях:
μιλ(λ)ότης — μιλ(λ)ότης, ητος, η (Α) [μιλ(λ)ός] βραδύτητα, νωχέλεια … Dictionary of Greek
αινιγματικότητα — ( ότης), η [αινιγματικός] το να εκφράζεται κανείς με αινίγματα, η ασάφεια … Dictionary of Greek
ότητα — ότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητας — ότης fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητι — ότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητος — ότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] … Dictionary of Greek
μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
σχηματότης — ητος, ἡ, Α (μτγν. τ.) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος κατά τα θηλ. σε ότης* (πρβλ. ποι ότης)] … Dictionary of Greek