-
61 πενιχρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενιχρότης
-
62 πενταπλασιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταπλασιότης
-
63 πηλικότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηλικότης
-
64 πιθανότης
A persuasiveness, plausibility, of persons, Pib. 22.20.2, Plu.2.1040b(pl.).2 of arguments, Pl.Lg. 839d, Cra. 402a;π. τινὰ ἔχει ὁ λόγος Arist.EN 1097a4
, cf. Phld.Rh.1.209 S. ; πιθανότητας ἐλάμβανε κατὰ τῶν ἀνθρώπων provided himself with plausible charges against.., Plb.27.15.9, cf. 12.26c.2, Ph.1.94(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιθανότης
-
65 πιναρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιναρότης
-
66 πλαδαρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαδαρότης
-
67 πολλαπλασιότης
A the being a multiple, Theol.Ar.52, Iamb.in Nic.p.38 P.,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλαπλασιότης
-
68 προχειρότης
A readiness,ἡ ἐπὶ τοσοῦτον π. τινῶν Corn.ND 35
, cf. Arr.Epict.3.21.18: pl.,- τητες συκοφαντικαί Phld.Rh.1.119S.
2 ἡ π. τῆς ἀμεθόδου ὕλης that which is given in the unworked matter, i.e. the subject-matter of literary works, S.E.M.1.249.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχειρότης
-
69 πρώϊος
A early,I early in the day, at early morn, Il.15.470 (neut. πρώϊον as Adv. = πρωΐ); π. ἐμπολέα AP6.304
(Phan.);π. ῥόδον Call.Lav.Pall.27
; alsoπερὶ δείλην πρωΐην Hdt.8.6
;δείλης πρωΐας Philem.210
.2 Subst. πρωΐα, ἡ, early morning, ἅμα τῇ π. Aristeas 304;ἦν δὲ πρωΐα Ev.Jo.18.28
;πρωΐας γενομένης Ev.Matt.27.1
: gen. πρωΐας as Adv. = πρῴ, ib.21.18: with Preps.,καθ' ἑκάστην πρωΐαν J.AJ7.8.1
;ἀπὸ πρωΐας ἄχρις ἡλίου δύσεως IG4.597.16
([place name] Argos), cf. PLond.3.1177.66 (ii A.D.).II early in the year,πρώϊος [ὁ στρατὸς] συνελέγετο Hdt.8.130
; τῶν καρπίμων ἅττα μή 'στι π. Ar.V. 264;σικύων πρῴων Id. Pax 1001
, cf. 1164 (lyr.), Thphr.CP4.11.1; π. χειμών an early winter, Id.Sign.40; τὸν πρώϊον (or πρῷον)σῖτον PCair.Zen.155.2
(iii B.C.); διὰ τὸ τὰ μὲν πρώϊα, τὰ δ' ὄψια προΐεσθαι (sc. ᾠά) Arist.HA 543a9; π. τόπος an early place, i.e. producing early fruits, Thphr.HP8.2.9: [comp] Comp.πρωΐτερος Id.CP 5.6.5
codd. [suff] πρωϊ-ότης, ητος, ἡ, earliness, of fruits, ib.4.11.9. -
70 πυκτικότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυκτικότης
-
71 σαθρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαθρότης
-
72 σκαιότης
A ) awkwardness, ἀγνωμοσύνη καὶ ς. Hdt.7.9.β; αὐθαδία τοι σκαιότητ' ὀφλισκάνει S.Ant. 1028
; ἐν ἀμαθίᾳ καὶ ς. Pl.R. 411e; σ. πλουσία, opp. σοφὴ πενία, Critias 29 D.;σ. τῶν τρόπων D.6.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαιότης
-
73 σκοτεινότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτεινότης
-
74 σκυθρωπότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυθρωπότης
-
75 σομφότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σομφότης
-
76 σταθερότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταθερότης
-
77 στεγανότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγανότης
-
78 στεγνότης
A closeness, costiveness, Hp.Acut. (Sp.) 46; ἡ τῶν σωμάτων ς. density, imperviousness, Id. de Arte 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγνότης
-
79 στεριφότης
A stoutness, solidity, Sch.Il.11.256.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεριφότης
-
80 στιλβότης
A v.l. for στιλπνότης, Plu.Alex.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβότης
См. также в других словарях:
μιλ(λ)ότης — μιλ(λ)ότης, ητος, η (Α) [μιλ(λ)ός] βραδύτητα, νωχέλεια … Dictionary of Greek
αινιγματικότητα — ( ότης), η [αινιγματικός] το να εκφράζεται κανείς με αινίγματα, η ασάφεια … Dictionary of Greek
ότητα — ότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητας — ότης fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητι — ότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητος — ότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] … Dictionary of Greek
μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
σχηματότης — ητος, ἡ, Α (μτγν. τ.) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος κατά τα θηλ. σε ότης* (πρβλ. ποι ότης)] … Dictionary of Greek