-
1 εναργεία
-
2 ἐναργείᾳ
-
3 ενάργεια
-
4 ἐνάργεια
-
5 εναργεια
ἥ яркость, ясность, отчетливость (sc. τῶν χρωμάτων Plat.)ἡ τῆς Ἰταλίας ἐ. Polyb. — ясный вид на Италию, т.е. Италия уже видна
-
6 ενάργεια
η1) ясность, отчётливость; чёткость (изображения); 2) яркость (описания, стиля) -
7 ἐνάργεια
ἐνάργ-εια, ἡ,2 Philos., clear and distinct perception, Epicur.Ep.1p.11U., al.3 Rhet., vivid description, D.H.Lys.7; joined with συντομία, Phld. Po.5.3.III selfevidence, Phld.Sign.15,al.;ἡ ἐ. δείκνυσιν Diogenian.Epicur.4.10
; παρὰ τὴν ἐ. contrary to manifest facts, Olymp.in Mete.215.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνάργεια
-
8 ἐνάργεια
ἐν-άργεια, ἡ, Klarheit, Deutlichkeit, lebendige Darstellung von etwas, so daß man es deutlich vor Augen zu sehen glaubt -
9 εναργείας
ἐναργείᾱς, ἐνάργειαclearness: fem acc plἐναργείᾱς, ἐνάργειαclearness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἐναργείας
ἐναργείᾱς, ἐνάργειαclearness: fem acc plἐναργείᾱς, ἐνάργειαclearness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 εναργείαι
-
12 ἐναργείαι
-
13 ἐν-αργότης
ἐν-αργότης, ητος, ἡ, = ἐνάργεια, Poll. 4, 97.
-
14 περιπτωτικος
3досл. падающий, перен. попадающий(τινι Plut.)
π. ἐνάργεια Sext. — бросающаяся в глаза очевидность -
15 εναργειών
-
16 ἐναργειῶν
-
17 εναργείαις
-
18 ἐναργείαις
-
19 ενάργειαι
-
20 ἐνάργειαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐναργείᾳ — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ενάργεια — (enargeia) (греч.) непо средств. очевидность. По Эпикуру, свойство чувств. восприятия; критерий истины. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… … Философская энциклопедия
ἐνάργεια — clearness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… … Dictionary of Greek
ενάργεια — η 1. ευκρίνεια, σαφήνεια. 2. καθαρότητα ύφους, ζωηρότητα περιγραφής, δύναμη λόγου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναργείας — ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem acc pl ἐναργείᾱς , ἐνάργεια clearness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργείαι — ἐναργείᾱͅ , ἐνάργεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργειῶν — ἐνάργεια clearness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναργείαις — ἐνάργεια clearness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάργειαι — ἐνάργεια clearness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάργειαν — ἐνάργεια clearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)